You are here

Μείωση κινδύνου φτώχειας και ανισότητας

17/09/2018 12:36

Μειώθηκε το 2017 το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας και η οικονομική ανισότητα, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η Στατιστική Υπηρεσία.

Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης για το 2017 με οικονομικό έτος αναφοράς το 2016, 25,2% του πληθυσμού ή 214.636 άτομα βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχιας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό.

Πιο συγκεκριμένα 25,2% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχιας ή ζούσε σε νοικοκυριά με σοβαρή υλική στέρηση ή ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας. Ο δείκτης παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά που ήταν στο 27,7%.

Η βελτίωση αντικατοπτρίζεται τόσο στα ποσοστά των αντρών όσο και των γυναικών, 24,0% και 26,4% αντίστοιχα, διατηρώντας όμως διαχρονικά τις γυναίκες σε δυσμενέστερη θέση έναντι των αντρών.

Δείκτης κινδύνου φτώχιας (AROP)

Το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχιας, δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα του βρισκόταν κάτω από το χρηματικό όριο κινδύνου φτώχιας, παρουσίασε μείωση, φτάνοντας στο 15,7% σε σχέση με 16,1% που ήταν το 2016 και 16,2% το 2015, τα οποία ήταν και τα ψηλότερα ποσοστά που έφτασε ποτέ ο δείκτης αυτός. 

Το χρηματικό όριο κινδύνου φτώχιας το 2017 ήταν στα €8.698 για νοικοκυριά ενός ατόμου σε σχέση με €8.412 το 2016 και στα €18.266 για νοικοκυριά με δυο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε σχέση με €17.665 το 2016.

Το ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρή υλική στέρηση, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν μπορούσε για παράδειγμα να αποπληρώσει τους λογαριασμούς του ρεύματος/νερού ή τα δάνεια του, ή δεν μπορούσε να έχει το χειμώνα ικανοποιητική θέρμανση, ή να αντιμετωπίσει μια έκτακτη αλλά αναγκαία δαπάνη (περισσότερες πληροφορίες στους ορισμούς στις μεθοδολογικές πληροφορίες), μειώθηκε το 2017 στο 11,5% σε σχέση με 13,6% που είχε φτάσει το 2016.

Το ποσοστό του πληθυσμού στις ηλικίες 0-59 ετών, το οποίο ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας, δηλαδή οι ενήλικες στο νοικοκυριό εργάστηκαν κατά την περασμένη χρονιά λιγότερο από 20% της συνολικής τους δυνατότητας, παρουσιάζει επίσης μείωση το 2017 μετά από μια συνεχή άνοδο τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας στο 9,4% σε σχέση με 10,6% που είχε φτάσει το 2016.

Οικονομική ανισότητα

Το μέσο ετήσιο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού για το 2017, με οικονομικό έτος αναφοράς το 2016, ήταν €30.376, παραμένοντας στα ίδια περίπου επίπεδα με το αντίστοιχο της προηγούμενης χρονιάς που ήταν €29.942.

Η οικονομική ανισότητα εκφράζεται, κυρίως, με το δείκτη κατανομής εισοδήματος σε πεμπτημόρια (S80/S20) και το δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος, συντελεστή Gini. Το 2017 οι δύο συντελεστές οικονομικής ανισότητας, με περίοδο αναφοράς το 2016, παρουσιάζουν μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, υποδηλώνοντας βελτίωση στην κατανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Συγκεκριμένα, ο δείκτης S80/S20, ο οποίος εξετάζει το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, παρουσιάζει βελτίωση φτάνοντας το 2017 στο 4,6. Δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 4,6 φορές ψηλότερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, σε σχέση με 4,9 που ήταν το 2016.

Επίσης, ο συντελεστής Gini, ο οποίος υπολογίστηκε στο 30,8%, μειώθηκε σε σχέση με το 2016 ο οποίος είχε φτάσει στο 32,1%.

Γ.Χ.