You are here

Οδυσσέας: Καταγγέλλει το ΥΠΟΙΚ στην Κομισιόν

23/01/2023 10:25

Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας Οδυσσέας Μιχαηλίδης, προτίθεται να καταγγείλει το ΥΠΟΙΚ και κατ’ επέκταση την Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με το επιχείρημα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας «δεν μπορεί αντικειμενικά να εξετάσει τις καταγγελίες της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για διάπραξη από το ΥΠΟΙΚ, ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με την απευθείας ανάθεση και χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού για σύναψη δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους».

Με ανακοίνωση που εξέδωσε πριν από λίγο, με αφορμή σημερινό ρεπορτάζ της StockWatch στο οποίο επισυνάπτεται αυτούσια η επιστολή του ΥΠΟΙΚ προς το Γενικό Εισαγγελέα, ο κ. Μιχαηλίδης υποστηρίζει ότι το υπουργείο «ψεύδεται ως προς την εξασφάλιση πιστώσεων πριν την υπογραφή των δύο συμβάσεων».

Ο Γεν. Ελεγκτής επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι οι καταγγελίες του ΥΠΟΙΚ στην επιστολή του ημερομηνίας 19 Ιανουαρίου, «είναι ανυπόστατες και γελοίες».

Παραθέτουμε ολόκληρη την ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας:

Στις 2 Ιανουαρίου 2023, ενημερώσαμε το Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία το Νοέμβρη του 2021 και μία τον Ιούλη του 2022, χωρίς την ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων.

Τις σχετικές αποφάσεις είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του.

Από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 19.1.2023, προκύπτει ότι το Υπουργείο, εξασφάλισε τον Οκτώβρη του 2022, δηλαδή μετά που αναδείξαμε για πρώτη φορά το θέμα της παράνομης απευθείας ανάθεσης των δύο συμβάσεων, γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απευθείας ανάθεση ήταν νόμιμη.

Ήδη στην επιστολή μας ημερ. 2.1.2023, είχαμε καταγράψει ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών ότι και κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης των δύο συμβάσεων είχαν τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα για την απευθείας αυτή ανάθεση. Μάλιστα αυτό περιλαμβάνεται και σε κοινή δήλωση των Υπουργείων Οικονομικών και Μεταφορών ημερ. 27.9.2022.

Αυτό που επιβεβαιώνεται από την επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καλείται να εξετάσει πιθανά ποινικά αδικήματα των ιθυνόντων του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίοι όμως ενήργησαν στη βάση δικής του καθοδήγησης και/ή δικής του εκ των υστέρων κάλυψης.

Η τεκμηρίωση του παράνομου της απευθείας ανάθεσης παρατίθεται στην παράγραφο 3 της επιστολής μας ημερ. 2.1.2023, που δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα.

Επειδή δε προφανώς ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορεί αντικειμενικά να εξετάσει το θέμα και επειδή η δεύτερη ανάθεση ύψους €191.238 αφορά δημόσια σύμβαση που με βάση τη σχετική νομοθεσία θα έπρεπε, λόγω του ύψους της, να είχε προκηρυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα διαβιβάσουμε σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη απευθείας ανάθεση.

Στην επιστολή του ημερ. 19.1.2023, το Υπουργείου Οικονομικών ψεύδεται ως προς την εξασφάλιση πιστώσεων πριν την υπογραφή των δύο συμβάσεων.

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών υπέγραψε δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η πρώτη (ημερ. 18.11.2021) με τον ελεγκτικό οίκο Ernst Young αξίας €80.000 και η δεύτερη (ημερ. 14.7.2022) με τον ελεγκτικό οίκο PwC αξίας €191.238, χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί προηγουμένως οι διαθέσιμες πιστώσεις.

Συγκεκριμένα, οι δύο συμβάσεις υπογράφτηκαν ενώ οι αναγκαίες πιστώσεις ήταν δεσμευμένες στον κρατικό Προϋπολογισμό.

Στην πρώτη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού εκ των υστέρων στις 1.12.2021 και η σχετική έγκριση δόθηκε από την Επιτροπή στις 7.12.2021. Στη δεύτερη περίπτωση το αίτημα για αποδέσμευση υποβλήθηκε εκ των υστέρων στις 8.9.2022 και ουδέποτε εγκρίθηκε από την εν λόγω Επιτροπή.

Το Υπουργείο Οικονομικών σε καμία από δύο τις περιπτώσεις δεν ενημέρωσε την υπό αναφορά Επιτροπή ότι οι συμβάσεις για τις οποίες ζητούσε αποδέσμευση πιστώσεων είχαν ήδη υπογραφεί.

Το γεγονός ότι, όπως μας πληροφορεί το Υπουργείο Οικονομικών, ο οίκος PwC αποφάσισε να μην ζητήσει τα δεδουλευμένα του, δεν διορθώνει το πρόβλημα αλλά το κάνει ακόμη πιο σοβαρό.

Το Υπουργείο Οικονομικών μας καταγγέλλει επειδή στην ενημέρωση που κάναμε προφορικά στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού κρίναμε σκόπιμο να της αναφέρουμε ότι κάθε τροποποίηση σε δημόσια σύμβαση εξ ορισμού ενέχει κινδύνους για θέματα διαφθοράς, οι οποίοι κίνδυνοι αυξάνονται όσο πιο μεγάλη είναι η τροποποίηση.

Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση με τη διαχειρίστρια εταιρεία αφορά απευθείας ανάθεση εργασίας με ακαθάριστα έσοδα ύψους €1,5 δισ. Το μέγεθος είναι κολοσσιαίο.

Κρίναμε επίσης σκόπιμο, να ενημερώσουμε την Επιτροπή, ώστε να έχει πλήρη εικόνα, ότι στέλεχος της Hermes είχε παραδεχθεί το 2015 στο σκάνδαλο ΣΑΠΑ ότι είχε δώσει μίζες και ότι προσχέδιο έκθεσης μας στο Υπουργείο Μεταφορών είχε κοινοποιηθεί από τους ίδιους στη Hermes χωρίς τούτο να προβλεπόταν στη διαδικασία.

Τονίσαμε ότι σε καμία περίπτωση δεν κατηγορούμε την εταιρεία ή στελέχη της ή οποιονδήποτε άλλο για διαφθορά, αλλά ότι, ως ελεγκτές, οφείλουμε πάντα κατά τη διενέργεια ελέγχου να αξιολογούμε επαρκώς τους κινδύνους που υπάρχουν ώστε να τους λάβουμε υπόψη κατά το σχεδιασμό και διενέργεια του ελέγχου.

Το Υπουργείο Οικονομικών μας καταγγέλλει λοιπόν επειδή ενημερώσαμε για αυτά τα θέματα την αρμόδια Επιτροπή η οποία, η ίδια αυτοβούλως μας είχε ζητήσει ενημέρωση. Θεωρεί δε μεμπτό το Υπουργείο Οικονομικών ότι ενημερώσαμε την Επιτροπή για την απαράδεκτη και ετεροβαρή συμφωνία που δρομολογούσαν.

Όσον αφορά τους ανυπόστατους και γελοίους ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών περί διαρροής εμπιστευτικού εγγράφου, τους έχουμε ήδη σχολιάσει στην ανακοίνωση μας ημερ. 21.1.2023.

Προσθέτουμε μόνο ότι, από την επιστολή τους ημερ. 19.1.2023, που τώρα διαβάζουμε, φαίνεται ότι η ανυπόστατη αυτή εις βάρος μας καταγγελία αφορά μόνο γεγονότα του Σεπτέμβρη του 2022 και όχι και κάποιο μεταγενέστερο γεγονός.

Διερωτάται λοιπόν κανείς γιατί αυτή δεν υπεβλήθη τότε αλλά δύο εβδομάδες μετά τη δική μας καταγγελία. Προφανώς για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει:

Οι «κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε κατηγόρους» στη βάση αστήρικτων καταγγελιών που αποτελούν «προπέτασμα καπνού και αποπροσανατολισμού».

Του Λεύκου Χρίστου