You are here

Στην απουσία Ζολώτα – Φόλε θα συνεχιστεί η δίκη «Focus»

21/02/2020 13:11

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αποφάσισε σήμερα ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με τη συνέχιση εκδίκασης της υπόθεσης της «Focus» στην απουσία των κατηγορουμένων Μιχάλη Ζολώτα και Μιχάλη Φόλε.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αποφάσισε στις 7/8 τη διακοπή της δίκης για τους δύο κατηγορούμενους και την απαλλαγή τους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, επειδή παραβιάστηκε, ως ήταν η απόφαση του δικαστηρίου, το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ελευθερία με την παράνομη έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε στις δεκτή στις 11/12/2019 την έφεση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε διακοπεί η ποινική δίωξη των δύο κατηγορουμένων, επαναφέροντας τις κατηγορίες εναντίον τους και διατάζοντας τη συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης. Η δίκη είχε ουσιαστικά διακοπεί από τον περασμένο Ιούλιο εκκρεμούσης της εκδίκασης της έφεσης από το Ανώτατο.

Κατά την επανέναρξη της διαδικασίας αρχές του νέου χρόνου, οι κατηγορούμενοι δεν παρουσιάστηκαν στη δίκη, ενώ παρών ήταν ο συνήγορος υπεράσπισής τους ο οποίος ενημέρωσε το δικαστήριο ότι οι πελάτες του αποτάθηκαν στα δικαστήρια της Ελλάδας και της Ρουμανίας αντίστοιχα, επιδιώκοντας την ακύρωση των αποφάσεων στη βάση των οποίων είχαν εκτελεστεί τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης εναντίον τους και παραδοθεί στις Κυπριακές Αρχές για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

Σε μετέπειτα δικάσιμο, ο συνήγορος  υπεράσπισης των κατηγορουμένων Ανδρέας Λουκά ενημέρωσε το δικαστήριο ότι οι πιο πάνω διαδικασίες βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη, υποβάλλοντας αίτημα όπως συνεχιστεί η εκδίκαση της δίκης στην απουσία των πελατών του.

Αιτιολογώντας το αίτημά του, ο κ. Λουκά επεσήμανε ότι οι κατηγορούμενοι είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού και έχουν επαγγελματικές υποχρεώσεις στην Ελλάδα και Ρουμανία, αντίστοιχα, όπου δραστηριοποιούνται επαγγελματικά. Δεν μπορούν, συμπλήρωσε, να αντέξουν το οικονομικό κόστος των συχνών ταξιδιών, ώστε να εμφανίζονται προσωπικά στη διαδικασία, ζητώντας όπως η στάση τους αυτή μη εκληφθεί ως περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή ασέβεια προς το Δικαστήριο.

Συμπληρώνοντας το αίτημα, ο συνήγορος διαβεβαίωσε το Δικαστήριο ότι θα διασφαλιστούν πλήρως τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, με την εκπροσώπηση τους από τον ίδιο και έχει προς τούτο εξασφαλίσει τις απαραίτητες οδηγίες για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης.

Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Ανδρέας Αριστείδης, διαφωνώντας με το αίτημα, εισηγήθηκε ότι θα πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους, υποστηρίζοντας πως δεν προβλέπεται στην Ποινική Δικονομία η δυνατότητα εκδίκασης σοβαρής υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου προσώπου.

Η παρουσία του κατηγορούμενου, υπέδειξε ο ίδιος, αποτελεί δικαίωμα αλλά και υποχρέωση. Δεδομένου, επεσήμανε ο συνήγορος, ότι οι κατηγορούμενοι ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα της έφεσης, είχαν υποχρέωση να εμφανιστούν, εφόσον, με βάση την απόφαση του Εφετείου, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν έχουν επαναφερθεί.

Σε σχετική επισήμανση του Δικαστηρίου ότι τυχόν έκδοση εντάλματος σύλληψης θα οδηγούσε σε περαιτέρω εκτροπή της ήδη καθυστερημένης διαδικασίας, λόγω διαβημάτων που θα πρέπει να ακολουθήσουν για την εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης, μέσω δικαστικής συνδρομής των χωρών στις οποίες διαμένουν (Ελλάδα και Ρουμανία), ο κ. Αριστείδης ανάφερε ότι από την πλευρά της η Νομική Υπηρεσία, θα προωθήσει τα αιτήματα με τη δέουσα σπουδή. Προέχει, κατέληξε, ο συνήγορος, η διασφάλιση του συμφέροντος της δικαιοσύνης, το οποίο θα εξυπηρετηθεί με την παρουσία των Κατηγορουμένων κατά τη δίκη τους.

Αφού άκουσε τις θέσεις και των δύο πλευρών, το δικαστήριο αποφάσισε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με τη συνέχιση της διαδικασίας στην απουσία των κατηγορουμένων και όχι με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους, με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε περαιτέρω καθυστέρηση στην ήδη καθυστερημένη εκδίκαση της υπόθεσης.

Σύμφωνα με το δικαστήριο, «τα τυχόν εντάλματα σύλληψης που θα εκδίδονταν, δεν θα ήταν δυνατό να εκτελεστούν αμέσως ή σε σχετικά σύντομο χρόνο, αφού θα απαιτηθεί δικαστική συνδρομή της Ελλάδας και της Ρουμανίας, με διαδικασίες που δυνατό να είναι χρονοβόρες ή και ατέρμονες σε περίπτωση μη έγκαιρου εντοπισμού τους», σημειώνοντας ότι «συνταγματικοί λόγοι επιτάσσουν όπως προχωρήσει και ολοκληρωθεί το συντομότερο» η διαδικασία.

Σημειώνεται στην απόφαση ότι «η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε το Μάιο 2018, ενώ προηγουμένως είχαν αποφασιστεί διάφορα προδικαστικά θέματα. Ακούστηκαν μέχρι σήμερα 54 μάρτυρες κατηγορίας».

Το δικαστήριο επανέλαβε σήμερα την πρόθεση του και προς τις δύο πλευρές για εκδίκαση της υπόθεσης σε καθημερινή βάση μέχρι την αποπεράτωση της ακροαματικής διαδικασίας. Η δίκη ορίστηκε για συνέχεια στις ημερομηνίες 5, 6, 10, 11, 23, 24, 26 και 27 Μαρτίου, στις 9 το πρωί.

Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει 24 συνολικά κατηγορίες, σε σχέση με αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού, δωροδοκίας, δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας, κατάχρησης εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Το επίκεντρο των κατηγοριών αφορά την κατ’ ισχυρισμό δωροδοκία του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χριστόδουλου Χριστοδούλου με το ποσό του €1 εκ. από τον αποβιώσαντα Ανδρέα Βγενόπουλο μέσω της Focus, ιδιοκτησίας του Μιχάλη Ζολώτα.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

ΚΥΠΕ