You are here

Θα χρειαστούν 40 χρόνια για μεταμόρφωση του μεταλλείου Αμιάντου

03/01/2020 07:39

Από σεληνιακό τοπίο σε πράσινο μνημείο της μεταλλευτικής ομορφιάς της Κύπρου στοχεύει το κράτος να μετατρέψει το μεταλλείο Αμιάντου τις επόμενες δεκαετίες.

Η αποκατάσταση έχει του ιστορικού μεταλλείου άρχισε το 1996 με το συνολικό κόστος να ξεπερνά, μέχρι σήμερα, τα €13 εκ. και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι το 2035, δηλαδή 40 χρόνια.

«Μέχρι σήμερα έχει αποκατασταθεί πέραν του  60% του μεταλλείου  σε μια πραγματικά οικολογικά ευαίσθητη περιοχή» αναφέρει ο Υπουργός Γεωργίας και Περιβάλλοντος, Κώστας Καδής.

Συνυφασμένο με την ιστορία της Κύπρου

Το μεταλλείο του αμιάντου είναι το μεγαλύτερο σε αποθέματα χρυσοτιλικού αμιάντου στην Ευρώπη, έχει έκταση 13 km2 και βρίσκεται κοντά στο χωριό Αμίαντος.

Η Κύπρος θεωρείται ως μια από τις πιο αρχαίες πηγές αμιάντου. Οι επιφανειακές εμφανίσεις αμιάντου, λόγω της χαρακτηριστικής ινώδους δομής του, εύκολα προκάλεσαν το ενδιαφέρον και γρήγορα βρέθηκαν χρήσεις που αξιοποιούσαν τις χαρακτηριστικές φυσικές του ιδιότητες.

Στην αρχαία εποχή, ιδιαίτερα κατά την Κλασσική και Ρωμαϊκή περίοδο, χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σεντονιών αποτέφρωσης των νεκρών, υποδημάτων και θρυαλλίδων για τις λυχνίες. Χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά ο ακτινόλιθος, που απαντά κυρίως στην περιοχή του Δάσους Λεμεσού και Ακαπνούς, λόγω του μεγάλου μήκους των ινών του που επέτρεπε καλύτερη επεξεργασία του. Η μετατροπή του σε λατομείο άρχισε ουσιαστικά το 1904 όταν δόθηκε σε ορισμένα χωριά το προνόμιο εκμετάλλευσης αμιάντου του τύπου αυτού στις πλαγιές του Τροόδους.

Ακολούθησε σειρά μεταβιβάσεων του δικαιώματος εκμετάλλευσης σε διάφορες ξένες εταιρείες και τελικά περιήλθε στην κυριότητα της εταιρείας "Κυπριακά Aμιαντωρυχεία Λτδ", στην οποία παραχωρήθηκε το 1934 μεταλλευτική μίσθωση διάρκειας 99 χρόνων.

Από τότε μέχρι το κλείσιμο του μεταλλείου το 1988 υπολογίζεται ότι παρήχθησαν ένα εκατομμύριο τόννοι ινών αμιάντου και εξορύχτηκαν 130 εκατομμύρια τόννοι πετρώματος.

Μέχρι το 1950 η εξόρυξη του μεταλλεύματος γινόταν χειρονακτικά και συνεπώς είχε σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από την απασχόληση μεγάλου αριθμού εργατών (μερικές χιλιάδες), ενώ η επεξεργασία (διαχωρισμός των ινών αμιάντου από το πέτρωμα) γινόταν σε μια σειρά από μύλους, χωρίς τη λήψη αυστηρών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους διέμεναν σε πρόχειρα ή προσωρινά καταλύματα γύρω από το χώρο του μεταλλείου, που σταδιακά μετεξελίχθηκαν σε μόνιμες κατοικίες αναπτύσσοντας έτσι μια κοινότητα με σχολεία, νοσοκομείο και καταστήματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του μεταλλείου, το επεξεργασμένο μετάλλευμα μεταφερόταν στη Λεμεσό με εναέρια γραμμή μήκους 30 χιλιομέτρων. Αργότερα, με την καλυτέρευση του οδικού δικτύου, η μεταφορά γινόταν με φορτηγά οχήματα.

Η μηχανοποίηση του μεταλλείου άρχισε το 1950 ενώ από το 1963 λειτουργούσε το εννιαόροφο εργοστάσιο εμπλουτισμού. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μείωση του εργατικού δυναμικού και τη σταδιακή εγκατάλειψη και ερήμωση της κοινότητας, που είχε αναπτυχθεί στον ευρύτερο χώρο του μεταλλείου. Το λατομείο σταμάτησε τη λειτουργία του το 1992  και το κράτος ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης.

Λόγω της λειτουργίας του λατομείου, το φυσικό περιβάλλον της περιοχής  επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό. Πέραν του τεράστιου κρατήρα εξόρυξης, δημιουργήθηκαν τεράστιοι σωροί με μπάζα, έχει καταστραφεί το φυσικό πευκόδασος και παρατηρείται ρύπανση από τη παρουσία ινών αμιάντου στην ατμόσφαιρα (αέρα), στα επιφανειακά νερά, στους υδατοφράκτες κατάντη του ποταμού «Λούματα τους Αετούς», με πιθανές συνέπειες στην ασφάλεια και στην υγεία των ανθρώπων που κατοικούν στα γύρω χωριά.

Αποκατάσταση χρόνων…

Οι εργασίες αποκατάστασης άρχισαν το φθινόπωρο του 1995 υπό την καθοδήγηση μιας πολυκλαδικής ομάδας που απαρτίζεται από γεωλόγο, γεωτεχνικό μηχανικό, δασολόγο, μεταλλειολόγο μηχανικό, πολεοδόμο, υγειονολόγο και περιβαλλοντολόγο.  

Το δε 1996 άρχισαν οι συστηματικές εργασίες αναδάσωσης, και μέχρι σήμερα, το Τμήμα Δασών έχει αναδασώσει 1 447 δεκάρια γης, που αντιστοιχούν περίπου στο 50% της έκτασης του λατομείου. Ο χώρος που απομένει για διαμόρφωση και αναδάσωση ανέρχεται σε 1 500 δεκάρια. Η συνολική διαμόρφωση των μπάζων θα στοιχίσει €3,75 εκ. και η αναδάσωση €12 εκ. 

«Το μεταλλείο του Αμιάντου είναι και το μεγαλύτερο από τα 25 μεταλλεία που έχουν αποφασιστεί να αποκατασταθούν από το Κράτος . Η  προσπάθεια αποκατάστασης των χώρων θα γίνει με την κυκλική οικονομία και την αξιοποίηση των εξορυκτικών αποβλήτων, που μπορούν να αποτελέσουν πρώτη ύλη νέας οικονομικής δραστηριότητας» αναφέρει ο Κώστας Καδής.

Εκτιμάται ότι η αναδάσωση θα διαρκέσει τουλάχιστο μέχρι το 2035. Άγνωστη παραμένει η τύχη των ιστορικών κτιρίων των μύλων και του παλιού νοσοκομείου, τα οποία παραμένουν αναξιοποίητα και αφημένα στη μοίρα τους, καθώς δεν έχει εξευρεθεί ακόμη σχέδιο βιώσιμης αξιοποίησης τους. 

«Τα μεταλλεία αποτελούν μια σημαντική κληρονομιά για τον τόπο. Πρόσφατα παρουσιάστηκε στη διυπουργική επιτροπή που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό, μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, Σχέδιο για την άμεση προώθηση της αποκατάστασης 25 συνολικά εγκαταλελειμμένων λατομείων στην Κύπρο.  Ανάμεσα σ’ αυτά και το λατομείο Αμιάντου» αναφέρει ο Κώστας Καδής.

Ήδη από τη μελέτη εκμετάλλευσης του αειφόρου πλούτου της χώρας έχει διαφανεί ότι τα περισσότερα μεταλλεία θα πρέπει να τύχουν τέτοιας εκμετάλλευσης ώστε να παρουσιάζεται η μεταλλευτική ομορφιά της Κύπρου.

Της Μαρίας Κωνσταντίνου