You are here

Επιφυλάξεις ΕΚΤ για σχέδιο ακινήτων

22/03/2016 06:11
Επιφυλάξεις εκφράζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για νομοσχέδιο που εμπλέκει την Κεντρική Τράπεζα στην εποπτεία εταιρειών που θα διαχειρίζονται τη μεταβίβαση ακινήτων.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε αίτημα του κυπριακού
υπουργείου οικονομικών για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με το εν λόγω νομοσχέδιο.

Σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η δημιουργία μίας νέας κατηγορίας ιδρυμάτων με στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων των αγοραστών ακίνητης ιδιοκτησίας. Το σχέδιο νόμου απαιτεί η όποια μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας να πραγματοποιείται μέσω ιδρυμάτων διεκπεραίωσης τα οποία παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεών του.

Όπως αναφέρεται στο επεξηγηματικό σημείωμα του σχεδίου νόμου, τα ιδρύματα διεκπεραίωσης θα διασφαλίζουν ότι οι μεταβιβάσεις ακίνητης ιδιοκτησίας θα πραγματοποιούνται αμέσως μόλις ο αγοραστής θα έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Το σχέδιο νόμου ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης και λειτουργίας των ιδρυμάτων και αναθέτει στην ΚΤ τις αρμοδιότητες αδειοδότησης, ρύθμισης και εποπτείας τους.

Το σχέδιο νόμου εξυπηρετεί την ανάγκη ταχύτερης έκδοσης τίτλων ακίνητης ιδιοκτησίας στην
Κύπρο, ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο διευθέτησης στο πλαίσιο του προγράμματος
οικονομικής προσαρμογής για την Κύπρο.

Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, μόνο ιδρύματα διεκπεραίωσης που έχουν συσταθεί στην Κύπρο και έχουν αδειοδοτηθεί από την ΚΤ μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας. Ακόμη, το σχέδιο νόμου καθορίζει τα είδη δραστηριοτήτων που θα ασκούν τα ιδρύματα διεκπεραίωσης, καθώς και τις υποχρεώσεις που θα υπέχουν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Επίσης, ορίζει τις εποπτικές και ρυθμιστικές εξουσίες της ΚΤ όσον αφορά τα ιδρύματα, περιλαμβανομένης της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και της επιβολής κυρώσεων, και θεσπίζει ένα άρτιο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους και την παροχή υπηρεσιών από αυτά.

Το σχέδιο νόμου καθορίζει τη διαδικασία υποβολής αίτησης την οποία πρέπει να κινήσει ορισμένο ίδρυμα διεκπεραίωσης προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, καθώς και τα έγγραφα τεκμηρίωσης που αυτό υποχρεούται να υποβάλλει στην ΚΤ. Επίσης, ορίζει ότι η ΚΤ θα χορηγεί άδεια μόνο εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ΚΤΚ πρέπει ιδίως να έχει πειστεί ότι: α) Tο ίδρυμα διεκπεραίωσης είναι σε θέση να συμμορφώνεται πλήρως με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου και των οδηγιών που η ίδια εκδίδει δυνάμει αυτού, β) οι μέτοχοι του ιδρύματος διεκπεραίωσης μπορούν να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείρισή του, γ) τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος διεκπεραίωσης χαίρουν καλής φήμης και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, προσόντα και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και δ) δεν υπάρχουν στενοί επαγγελματικοί ή προσωπικοί δεσμοί μεταξύ του ιδρύματος διεκπεραίωσης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που κατά την άποψη της ΚΤΚ θα μπορούσαν να παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Ακόμη, το σχέδιο νόμου περιέχει διατάξεις που υποχρεώνουν τα φυσικά πρόσωπα να γνωστοποιούν στην ΚΤ τυχόν μεταβολές στις ειδικές τους συμμετοχές σε ιδρύματα διεκπεραίωσης 5, οι οποίες θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση της ΚΤ. Σε περιπτώσεις στις οποίες ορισμένο πρόσωπο παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί
με τη διαδικασία γνωστοποίησης κατά το σχέδιο νόμου, ο διοικητής της ΚΤ μπορεί να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι €1 εκ. για κάθε παράβαση. Εφόσον η παράβαση συνεχίζεται, έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο από €200 μέχρι €100 χιλ. για κάθε ημέρα συνέχισής της.

Το σχέδιο νόμου προβλέπει ακόμη: α) Tις εποπτικές εξουσίες της ΚΤ σε σχέση με τα ιδρύματα διεκπεραίωσης, καθώς και λοιπές εποπτικές απαιτήσεις που αφορούν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, β) την αξιολόγηση του διοικητικού οργάνου της εταιρείας και των κατόχων καίριων θέσεων, γ) τη διαδικασία υποβολής εκθέσεων στην ΚΤΚ,•δ) την πρόσβαση της ΚΤ στα αρχεία και βιβλία μίας εταιρείας,•ε) τα καθήκοντα εμπιστευτικότητας της ΚΤΚ και στ) την επιβολή εποπτικών μέτρων και κυρώσεων από την ΚΤΚ7.

Το σχέδιο νόμου εξουσιοδοτεί την ΚΤ να εκδίδει οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές για: α) Tη
ρύθμιση των διαδικασιών χορήγησης, αναστολής και ανάκλησης άδειας για τα ιδρύματα
διεκπεραίωσης,•β) τον καθορισμό των κριτηρίων ικανότητας και καταλληλόλητας των μετόχων, συμβούλων και κατόχων καίριων θέσεων,•γ) τη ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης και διακυβέρνησης των εν λόγω ιδρυμάτων και των χρεώσεων και τελών που αυτά εισπράττουν για τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν δυνάμει του σχεδίου νόμου και του περί διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας νόμου και δ) τον προσδιορισμό του ύψους και του τρόπου καθορισμού της ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης ή της εγγύησης για ευθύνη από επαγγελματική αμέλεια.

Τέλος, το σχέδιο νόμου ορίζει ότι η ΚΤΚ έχει την εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα
διεκπεραίωσης να καταβάλλουν σ’ αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη διαδικασία
αδειοδότησης και εποπτείας τους, σύμφωνα με οδηγίες της ίδιας.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης στη διαδικασία πώλησης ακινήτων στην κυπριακή αγορά υπό συνθήκες διαφάνειας και ασφάλειας. Οι ρυθμίσεις του θα έχουν αντίκτυπο στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών που επηρεάζουν τους ισολογισμούς των τραπεζών στην Κύπρο και θα μπορούσαν εμμέσως να συμβάλουν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην επικράτειά της.

Παρέχοντας στην ΚΤ συγκεκριμένη ρυθμιστική και εποπτική εξουσία επί των ιδρυμάτων
διεκπεραίωσης, το σχέδιο νόμου αποσκοπεί πρωτίστως στη διασφάλιση της αποτελεσματικής
άσκησης των δραστηριοτήτων τους και στην επαρκή προστασία των φυσικών και νομικών
προσώπων που αγοράζουν ακίνητη περιουσία στην Κύπρο.

Το σχέδιο νόμου ορίζει την ΚΤ ως την αρχή εποπτείας των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης.
Διευρύνονται με τον τρόπο αυτό οι υφιστάμενες λειτουργίες και δραστηριότητές της, οι οποίες περιλαμβάνουν την εποπτεία των δραστηριοτήτων των αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, και λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, καθώς και την επίβλεψη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σημειώνεται ότι η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται την υποχρέωση των εθνικών κεντρικών τραπεζών να διαθέτουν επαρκείς πόρους για να ασκούν όχι μόνο τα σχετικά με το ευρωσύστημα καθήκοντά τους, αλλά και τα εθνικά τους καθήκοντα, από άποψη λειτουργική και οικονομική. Όταν ανατίθενται σε εθνική κεντρική τράπεζα καθήκοντα που δεν σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, πρέπει να διατίθενται επιπρόσθετο προσωπικό και οικονομικοί πόροι, έτσι ώστε η άσκηση των καθηκόντων αυτών να μην επηρεάζει τη λειτουργική ικανότητα τους.

Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι η ΚΤ, προς διαφύλαξη της οικονομικής της ανεξαρτησίας, έχει
εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα διεκπεραίωσης να καταβάλλουν σ’ αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας τους, σύμφωνα με οδηγίες της.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ανάθεση του νέου καθήκοντος βάσει του σχεδίου νόμου δεν φαίνεται να συνάδει με το θεσμικό πλαίσιο της ΚΤ.

Επίσης, αναφέρεται ότι η ΚΤ θα έπρεπε να διασφαλίσει επαρκές προσωπικό το οποίο να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα που θεωρούνται ουσιώδη για την εποπτεία των ιδρυμάτων. Επίσης, η ΕΚΤ θα έπρεπε να διασφαλίσει ότι η ανάληψη του νέου αυτού καθήκοντος δεν θα επηρεάζει την ικανότητά της να ασκεί τα σχετικά με το ευρωσύστημα καθήκοντά της και τις υφιστάμενες εποπτικές της λειτουργίες.

Το σχέδιο νόμου περιέχει διατάξεις που αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη της ΚΤ και κάθε συμβούλου ή λειτουργού της για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της δυνάμει του σχεδίου νόμου ή δυνάμει κανονισμών εκδιδόμενων βάσει αυτού, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλόπιστα ή οφείλεται σε σοβαρή αμέλεια. Το καθεστώς ευθύνης της ΚΤΚ βάσει του σχεδίου νόμου ευθυγραμμίζεται με το καθεστώς ευθύνης της όταν ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες επί των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Το νέο καθήκον της εποπτείας των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η προστασία των αγοραστών ακίνητης ιδιοκτησίας, εξυπηρετεί σκοπούς δημόσιας τάξης που δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των σκοπών μίας κεντρικής τράπεζας. Και το καθήκον αυτό είναι άτυπο για ένα μέλος του ευρωσυστήματος, ενώ δεν συμπληρώνει τις υφιστάμενες λειτουργίες της ΚΤ όσον αφορά την εποπτεία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ δεν θεωρεί ότι αποτελεί καθήκον κεντρικής τράπεζας και, συνεπώς, η ανάθεσή του στην ΚΤΚ εγείρει ζητήματα ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και λογοδοσίας, ιδίως στο βαθμό που το ίδιο αφορά τις συναλλαγές επί ακινήτων οι οποίες ενίοτε ενέχουν το στοιχείο της αντιδικίας.

Σημειώνεται ότι η υποχρέωση των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης να χρηματοδοτούν τη νέα εποπτική λειτουργία θα έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δυνατότητα της ΚΤ να αναλάβει το νέο καθήκον. Επίσης δεν φαίνεται να εγείρονται ουσιώδεις χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι για την ΚΤ, δεδομένου ότι η ευθύνη της κατά το σχέδιο νόμου ευθυγραμμίζεται με την ευθύνη της κατά την άσκηση της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Της Γεωργίας Χαννή