You are here

Ποιους ευνοεί η μείωση φόρων στα καύσιμα

10/06/2008 13:35

• Κοινωνική πολιτική για… πλουσίους

• Πόσα χάνουν τα νοικοκυριά από τις αυξήσεις καυσίμων


Η μείωση των φόρων στα καύσιμα αναδιανέμει τον πλούτο υπέρ των μεσαίων και ψηλών εισοδηματικών στρωμάτων, και όχι των φτωχότερων, υποστηρίζει σε μελέτη του το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Θεόδωρο Ζαχαριάδη που εκπόνησε τη μελέτη, η μείωση της φορολογίας του πετρελαίου θέρμανσης δεν αποτελεί κοινωνικό μέτρο γιατί ευνοεί καθαρά τα πλουσιότερα νοικοκυριά. Επιπλέον, η μείωση φόρων δημιουργεί αντικίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας, διαιωνίζοντας την εξάρτηση από το πετρέλαιο και αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μεγαλύτερων ενεργειακών κρίσεων στο μέλλον. Η μελέτη, που αναμένεται να τροφοδοτήσει την ευρύτερη συζήτηση για τα αντισταθμιστικά μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση, προτείνει στοχευμένα μέτρα σε αυτούς που θα επηρεαστούν περισσότερο από τις επερχόμενες αυξήσεις των φόρων στα καύσιμα, κυρίως τους αγρότες.

Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι η μείωση του φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης το Φεβρουάριο του 2007, εκφρασμένη σε απόλυτα ποσά, ευνόησε σαφώς περισσότερο τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα (με ποσά άνω των €100 ανά έτος) και ελάχιστα τα κατώτερα στρώματα. Επίσης, η μείωση του φόρου ευνόησε σχεδόν εξίσου όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες (εκφρασμένη ως ποσοστό του εισοδήματός τους), αλλά λιγότερο από όλους τα φτωχότερα στρώματα. Με άλλα λόγια, το μέτρο αυτό οδήγησε σε μικρή αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών κατηγοριών.

Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, η επικείμενη αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο κίνησης αναμένεται να επιβαρύνει τις περισσότερες εισοδηματικές κατηγορίες κατά €50 έως €90 ετησίως. Tο ποσό επιβάρυνσης θα είναι υψηλότερο για τα νοικοκυριά αγροτικών περιοχών από ότι για τα αστικά νοικοκυριά.

Κατά τη διετία 2005 - 2007, η επιβάρυνση των νοικοκυριών λόγω αύξησης της τιμής των καυσίμων ανήλθε κατά μέσο όρο σε €200 περίπου ετησίως, που αντιστοιχεί σε 0,5% του εισοδήματός τους. Η επιβάρυνση αυτή κατανεμήθηκε σχεδόν ομοιόμορφα στα νοικοκυριά (ως ποσοστό του εισοδήματός τους). Το ποσό αυτό αφορά τις άμεσες αυξήσεις των τιμών των καυσίμων και δεν περιλαμβάνει τις δευτερογενείς αυξήσεις που αυτές προκάλεσαν στις τιμές άλλων αγαθών και υπηρεσιών.

«Αν η κυβέρνηση θέλει να μειώσει την οικονομική επιβάρυνση των ασθενέστερων εισοδηματικά ομάδων, μπορεί να το κάνει με απευθείας μεταβιβάσεις (λ.χ. έκτακτα εφάπαξ βοηθήματα) στις ομάδες αυτές», αναφέρεται.

Απεξάρτηση από πετρέλαιο

Σύμφωνα με το ΚΟΕ, η μεγάλη άνοδος στις τιμές του πετρελαίου θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή για προσαρμογή της συμπεριφοράς των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, ώστε να μειωθεί σταδιακά η εξάρτησή από εισαγόμενες ενεργειακές πηγές.

«Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα δεν αποτελεί λύση: Αφενός δεν βοηθά στοχευμένα τις ομάδες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και αφετέρου αποθαρρύνει τις προσπάθειες για εξοικονόμηση ενέργειας. Έτσι, σε πιθανή περαιτέρω αύξηση των τιμών του πετρελαίου στο μέλλον, η οικονομία θα είναι ακόμα πιο ανέτοιμη: Ελλείψει μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, θα χρειαζόμαστε ακόμα υψηλότερη μείωση των φόρων για να μην επιβαρυνθούν οι καταναλωτές. Επιπρόσθετα, μείωση της φορολογίας των καυσίμων συνεπάγεται μείωση του ρυθμού αύξησης των δημόσιων εσόδων, η οποία θα πρέπει να αναπληρωθεί με άλλο τρόπο, δηλαδή με άλλες φορολογίες», υπογραμμίζεται.

Το ΚΟΕ αναφέρει ότι οι τιμές των καυσίμων πρέπει να παραμένουν στα επίπεδα που καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η κατανάλωσή καυσίμων στα φυσικά αποθέματα ενέργειας και στην ποιότητα του περιβάλλοντος. «Η τρέχουσα κρίση μπορεί να αποδειχτεί σημαντική ευκαιρία για αλλαγές συμπεριφορών στην κατανάλωση ενέργειας από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που μπορούν σταδιακά να οδηγήσουν σε μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης – αρκεί να υπάρξουν οι κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις», καταλήγει η μελέτη.

Γ.Χ.

Επισυνάπτεται η μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου