You are here

ΚΟΕ: Συσχέτιση αθέτησης ενυπόθηκων δανείων και δείκτη εξυπηρέτησης χρέους

06/07/2022 21:42

Σημαντικά θετική συσχέτιση μεταξύ της πιθανότητας αθέτησης πιστωτικών υποχρεώσεων ενός νοικοκυριού και του λόγου εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το εισόδημα, διαπιστώνει δοκίμιο που δημοσιεύεται στην τελευταία έκδοση του Cyprus Economic Policy Review του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ειδικότερα, σε δοκίμιο με τίτλο «Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα αθέτησης δανείων στην Κύπρο» των Σάββα Αντωνίου, Ιωάννας Ευαγγέλου, Θεοδόση Καλλένου και Νεκτάριου Α. Μιχαήλ, εξετάστηκαν οι καθοριστικοί παράγοντες αθέτησης ενυπόθηκων δανείων, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά, κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών.

«Στα χρόνια μετά την οικονομική κρίση στην Κύπρο, οι καθυστερήσεις στις δόσεις των δανείων και ιδιαίτερα των ενυπόθηκων δανείων αυξήθηκαν εκθετικά, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην οικονομία, αλλά και τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη», αναφέρουν οι συντάκτες της έρευνας και επισημαίνουν πως ο εντοπισμός των πιθανών δανειοληπτών «υψηλού κινδύνου» από τις τράπεζες σε πρώιμο στάδιο, καθώς και η λήψη των κατάλληλων προληπτικών μέτρων για την αποφυγή αθέτησης πληρωμής κρίνονται ως υψίστης σημασίας.

Το δοκίμιο εξετάζει δεδομένα από τα τρία κύματα της δειγματοληπτικής έρευνας για τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τις καταναλωτικές συνήθειες (Eurosystem HFCS) των νοικοκυριών στην Κύπρο.

«Η πλούσια βάση μικροδεδομένων επιτρέπει τον εντοπισμό νοικοκυριών που είχαν καθυστερήσει την καταβολή ή έχασαν πληρωμές ενυπόθηκων δανείων για περισσότερες από 90 ημέρες, κατά τους 12 μήνες πριν από την διεξαγωγή της έρευνας, και παρέχει εκτεταμένες πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση τους, τις υποχρεώσεις και τα περιουσιακά τους στοιχεία», αναφέρεται στη σύνοψη του δοκιμίου.

Η ανάλυση, όπως αναφέρεται, επικεντρώνεται κυρίως στις επιπτώσεις που έχουν δείκτες όπως ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους προς το εισόδημα (debt service to income) και η αναλογία χρέους ως προς τον πλούτο (debt to wealth) στην πιθανότητα αθέτησης των πιστωτικών υποχρεώσεων των ενυπόθηκων δανείων ενός νοικοκυριού.

«Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι υπάρχει μια σημαντικά θετική συσχέτιση μεταξύ της πιθανότητας αθέτησης πιστωτικών υποχρεώσεων του νοικοκυριού και του λόγου εξυπηρέτησης του χρέους ως προς εισόδημα», προσθέτοντας πως τα νοικοκυριά με ποσοστό χρέους ως προς το ετήσιο εισόδημα πέραν του 37% έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα αθέτησης πιστωτικών υποχρεώσεων, σε σύγκριση με τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο δεκατημόριο, με την εν λόγω πιθανότητα σε ορισμένες περιπτώσεις να αυξάνεται έως και 44%.

Πρόσθετα, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν μια θετική σχέση μεταξύ του δείκτη χρέους προς τον πλούτο και την καθυστέρηση στην καταβολή των δόσεων στεγαστικών δανείων.

Ευρήματα έδειξαν επίσης ότι από το στάτους απασχόλησης του ατόμου που απαντά όλες τις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου (πρόσωπο αναφοράς - reference person) για το νοικοκυριό επηρεάζεται η πιθανότητα αθέτησης πιστωτικών υποχρεώσεων του νοικοκυριού.

Όπως αναφέρεται, τα νοικοκυριά με πρόσωπο αναφοράς εκτός του εργατικού δυναμικού έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα καθυστέρησης καταβολής δόσεων στεγαστικού δανείου, σε σύγκριση με τα νοικοκυριά στα οποία το πρόσωπο αναφοράς είναι είτε σε μισθωτή εργασία είτε αυτοεργοδοτούμενο.

Από την άλλη, σημειώνεται, τα νοικοκυριά με αυτοεργοδοτούμενο πρόσωπο αναφοράς έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων σε σχέση με τα νοικοκυριά στα οποία το άτομο αυτό βρίσκεται σε μισθωτή εργασία. Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να σχετίζεται με πιθανές διακυμάνσεις εισοδήματος και αυξημένο κίνδυνο που σχετίζεται με την ιδιοκτησία μικρών επιχειρήσεων.

Τέλος, φαίνεται ότι τα νοικοκυριά με περισσότερα από τέσσερα μέλη έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα καθυστέρησης καταβολής δόσεων ενυπόθηκων δανείων.

Οι συντάκτες της ανάλυσης σημειώνουν ότι τα τα ευρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως επιπλέον δείκτες ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί, σε πρώιμο στάδιο, ότι ένα δάνειο δεν συνδέεται με υψηλό κίνδυνο αθέτησης για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. «Αυτό θα επέτρεπε βελτιωμένη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου, δυνητικά μειώνοντας τις απώλειες και βελτιώνοντας την κεφαλαιακή επάρκεια των εν λόγω ιδρυμάτων», σημειώνουν, προσθέτοντας ότι θα συνείσφερε επιπλέον έμμεσα στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας, μειώνοντας παράλληλα και ενδεχόμενες κοινωνικές επιπτώσεις, οι οποίες συνδέονται με τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις.

Τονίζουν ωστόσο ότι παρά το ότι τα πιο πάνω αποτελέσματα μπορεί να είναι χρήσιμα ως εμπειρικοί κανόνες όσον αφορά στην ικανότητα αποπληρωμής ενός νοικοκυριού, ότι κανένας από τους προαναφερθέντες δείκτες δεν μπορεί να προσδιορίσει από μόνος του ένα νοικοκυριό με πιθανό υψηλό κίνδυνο αθέτησης.

Ως εκ τούτου, κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τα δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί πιο λεπτομερής ανάλυση (ίσως ακόμη και σε επίπεδο δανείου) στο μέλλον για να παρέχει μια σαφέστερη εικόνα σχετικά με τους πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα αθέτησης δανείων, αναφέρεται.