You are here

Αυστηρή προειδοποίηση από τον Διοικητή της ΚΤ

20/09/2002 16:33

- Πληθωρισμός το 2003 στο 4% - 4,5%
- Ρυθμός ανάπτυξης το 2002 2,5%
- Απαισιόδοξα μηνύματα από τον τουρισμό


Σε αυστηρές, προειδοποιητικού χαρακτήρα, συστάσεις για την πορεία της κυπριακής οικονομίας προέβη ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστόδουλος Χριστοδούλου, εκφράζοντας εμμέσως πλην σαφώς την ανησυχία του για την πορεία των οικονομικών μεγεθών. Ανακοινώνοντας το σκεπτικό της απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής, να παραμείνουν αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια, ο κ. Χριστοδούλου επεσήμανε ότι η οικονομία διανύει περίοδο κάμψης παρουσιάζοντας συμπτώματα επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης, καλώντας «όλους» σε επαγρύπνηση για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, έλεγχο της αυξητικής τάσης του πληθωρισμού, τιθάσευση του δημοσιονομικού ελλείμματος και ιδιαίτερη προσοχή στο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών.

Όπως αναφέρεται μάλιστα στην απόφαση της Επιτροπής:

- Ο πληθωρισμός το 2003 θα κυμανθεί στο 4% - 4,5%, λαμβανομένων υπόψη της σωρευτικής πληθωριστικής δυναμικής, καθώς και της περαιτέρω αύξησης του Φ.Π.Α. στο 15% τον προσεχή Ιανουάριο.
- Ο ρυθμός ανάπτυξης θα κυμανθεί το 2002 στο 2,5%
- Η συμπεριφορά του τουρισμού, που «έχει σημαντική συμβολή τόσο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, όσο και στη διαμόρφωση όλου του τομέα των υπηρεσιών» δεν είναι αισιόδοξη.

Ο κ. Χριστοδούλου ρωτήθηκε και για την πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (- 3%). «Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι ο ρυθμός θα κυμανθεί στο 2,5%, όμως θα πρέπει να συνεκτιμηθεί αυτός ο ρυθμός», σημείωσε ο κ. Χριστοδούλου, «με τους αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης είτε της διεθνούς οικονομίας, είτε της ΕΕ που είναι χαμηλότεροι».

Πρόσθεσε ακόμη, ότι ο δευτερογενής τομέας της βιομηχανίας, με εξαίρεση τις κατασκευές, δεν θα έχει θετική ανάπτυξη ούτε και φέτος όπως συνέβη και τα τελευταία χρόνια. Ο τριτογενής τομέας έχει πρόβλημα, ιδιαίτερα στον υπο-τομέα του τουρισμού, ο οποίος έχει σημαντική συμβολή τόσο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ όσο και στη διαμόρφωση όλου του τομέα των υπηρεσιών.

Με αυτά τα δεδομένα, πρόσθεσε ο κ. Χριστοδούλου, εύλογα διερωτάται κανείς από που θα προέλθει η ανάπτυξη και γιατί να μην είναι χαμηλότερη από την περυσινή ή από εκείνη που είχαμε στοχεύσει δηλ. 4%, αφού είμαστε μια μικρή οικονομία που επηρεάζεται από τη συμπεριφορά της διεθνούς οικονομίας.

Κληθείς να πει αν η κυβέρνηση στα πλαίσια αντιμετώπισης των δυσχερειών που αντιμετωπίζει η οικονομία θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη μέτρων, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας τόνισε ότι «υπό τα δεδομένα και τις περιστάσεις κάνει ό,τι είναι δυνατόν, άλλωστε επαναλαμβάνω ότι είμαστε μια μικρή οικονομία η οποία επηρεάζεται από τη συμπεριφορά της διεθνούς οικονομίας η οποία διέρχεται μια περίοδο σημαντικής κάμψης και πολύ σημαντικής επιβράδυνσης».

Η συμπεριφορά του τουρισμού, κατέληξε ο κ. Χριστοδούλου, δεν είναι αισιόδοξη και πρέπει να πω ότι θα υπάρξει και μια επιβράδυνση της κυπριακής οικονομίας το τρέχον έτος, αλλά αυτό πρέπει να σταθμιστεί υπό το βάρος των αυξήσεων του πληθωρισμού που ανέρχεται στο 3,7% και που προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο τους προσεχείς μήνες.

Του Κυριάκου Κυριακίδη

Ολόκληρη η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας είναι η ακόλουθη:

Κατά τη σημερινή συνεδρίασή της η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής κατέληξε στις ακόλουθες αποφάσεις:

Τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης (Lombard) και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (Overnight Deposit Facility), παραμένουν αμετάβλητα στο 5,5% και 2,5%, αντίστοιχα. Η τιμή αναφοράς για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων το 2002 παραμένει στο 11%.

Η πιο πάνω θέση της Επιτροπής στηρίχτηκε στη σημαντική επιτάχυνση που παρουσίασε ο πληθωρισμός τον Αύγουστο ο οποίος, υπό την επίδραση των αυξήσεων στο Φ.Π.Α. και σε άλλους έμμεσους φόρους, ανέβηκε στο 3,77% σε σύγκριση με 1,81% τον αντίστοιχο μήνα του 2001.

Πέραν από το τρέχον ύψος του πληθωρισμού, καταλυτικό παράγοντα στην απόφαση της Επιτροπής διαδραμάτισε η προβλεπόμενη μελλοντική πορεία των τιμών. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η πλήρης επίδραση της αύξησης στους συντελεστές των έμμεσων φόρων θα διαφανεί μέσα στους επόμενους μήνες. Οι αυξήσεις μέσω της ΑΤΑ αναμένεται να μεταφραστούν σε αυξήσεις μισθών που με τη σειρά τους θα επιφέρουν αλυσιδωτές πρόσθετες αυξήσεις στις τιμές.

Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω σωρευτική πληθωριστική δυναμική, καθώς και την περαιτέρω αύξηση στο συντελεστή του Φ.Π.Α. στο 15% τον προσεχή Ιανουάριο, εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός το 2003 θα ανέλθει γύρω στο 4% - 4,5%.

Οι πληθωριστικές πιέσεις υποδαυλίζονται από τις παραχωρήσεις μισθολογικών αυξήσεων σε διάφορους τομείς της οικονομίας, αλλά και από τη φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία αύξησε το ιδιωτικό διαθέσιμο εισόδημα.

Επιπλέον, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, που σε συνάρτηση με τις σημαντικές αυξήσεις στους φόρους κατανάλωσης των πετρελαιοειδών είναι καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του εγχώριου πληθωρισμού, φαίνεται να διατηρούνται σε ψηλά επίπεδα, η δε περαιτέρω αύξησή τους είναι στενά συνηρτημένη με τις εξελίξεις στο μέτωπο ΗΠΑ - Ιράκ.

Η ύπαρξη πλεονασματικής τραπεζικής ρευστότητας αποτελεί ακόμη ένα επιπλέον δυνητικό κίνδυνο για την περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού.

Στο παρόν στάδιο, οι επιπτώσεις της υπερβάλλουσας ρευστότητας στον πληθωρισμό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετριάζονται από το γεγονός ότι η χορήγηση πιστώσεων προς το ιδιωτικό τομέα παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα αφού τον Ιούλιο ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσής τους επιβραδύνθηκε περαιτέρω στο 8,4%, έναντι ρυθμού αύξησης 15,3% που σημειώθηκε το αντίστοιχο μήνα του 2001.

Παρά την ύπαρξη του πληθωριστικού κλίματος, οι πλείστοι οικονομικοί δείκτες δείχνουν προς την κατεύθυνση της επιβράδυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, οι τουριστικές αφίξεις τον Ιούλιο σημείωσαν μεγάλη πτώση, της τάξης του 12,3%, ενώ συνεχίζει να παρατηρείται μια ανοδική τάση στην ανεργία σε σχέση με το 2001.

Λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και δεδομένης της ανάγκης για συγκράτηση των εγχώριων πληθωριστικών πιέσεων, η Επιτροπή αποφάσισε να τηρήσει στάση αναμονής, διατηρώντας τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας αμετάβλητα.