You are here

Αυξεντίου: Κινδυνολογία τα περί υποτίμησης της κυπριακής λίρας

21/03/2002 14:06
Τ. Κληρίδης: Αστήρικτη η θεωρία περί έλλειψης στρατηγικής

Ως αβάσιμες, αστήρικτες και αδικαιολόγητες χαρακτήρισε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Αυξέντης Αυξεντίου, τις «απόψεις» περί του κινδύνου υποτίμησης της κυπριακής λίρας, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Τάκης Κληρίδης απορρίπτει κατηγορηματικά τη θεωρία περί έλλειψης στρατηγικής στην ανάπτυξη της οικονομίας και τη θέση ότι η θεαματική βελτίωση των δημόσιων οικονομικών τα τελευταία δύο-τρία χρόνια είναι «προσωρινή», καθώς επίσης και τα περί υπερξερτάτησης της οικονομίας από τον τουρισμό.

Τάκης Κληρίδης και Αυξέντης Αυξεντίου σχολίαζαν τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε το Intercollege για λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου με θέμα «Η ελευθεροποίηση των επιτοκίων και της διακίνησης κεφαλαίων. Οι επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία» η οποία παρουσιάσθηκε σε χθεσινοβραδινή ειδική εκδήλωση στα Κεντρικά της Τράπεζας Κύπρου.

Φανερά ενοχλημένος και μιλώντας εκτός κειμένου ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας τόνισε απερίφραστα ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και καμία ανησυχία δεν δικαιολογείται, για δήθεν υποτίμηση της κυπριακής λίρας, όπως καταγράφεται στην έρευνα υπό το κεφάλαιο «απόψεις παραγόντων και αξιωματούχων» για τις επιπτώσεις στην οικονομία από την ελευθεροποίηση των επιτοκίων και της διακίνησης κεφαλαίων.

Ο κ. Αυξεντίου αναφέρθηκε τόσο στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) όσο και στις εκθέσεις παγκοσμίως αναγνωρισμένων Οίκων που αξιολόγησαν ακόμη και πρόσφατα το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου και διατύπωσαν εξαιρετικά ευνοϊκά σχόλια για την ακολουθούμενη πολιτική, ισοτιμίας της κυπριακής λίρας.

«Ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος οργανισμός του ΔΝΤ, που εξετάζει κάθε χρόνο το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα χαρακτηρίζει ορθή την ισοτιμία της κυπριακής λίρας, απαριθμώντας συγκεκριμένα στοιχεία» τόνισε ο Αυξέντης Αυξεντίου, ενώ μιλώντας για την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην ευρωζώνη, επεσήμανε ότι οι προβλέψεις του ιδίου οργανισμού είναι ότι «δεν τίθεται ΚΑΝΕΝΑ θέμα διατάραξης της οικονομίας όσον αφορά την τουλάχιστον την ισοτιμία της κυπριακής λίρας».

Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών, Τάκης Κληρίδης τόνισε ότι η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών από το 5,5% του ΑΕΠ το 1998, στο 2,7% το 1999, «στηρίζεται σε στέρεες βάσεις» και σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική πολιτική, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα σημαντική ώθηση που θα προκύψει στην οικονομία, από την φορολογική μεταρρύθμιση.

Απορρίπτοντας τη θέση που περιλαμβάνεται στην έκθεση του Intercollege, περί έλλειψης στρατηγικής στην ανάπτυξη της οικονομίας, σημειώνοντας ότι η στρατηγική της κυβέρνησης αντικατοπτρίζεται στο προ-ενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα που υπεβλήθη το Μάιο του 2001 προς την Κομισιόν. Στο πρόγραμμα, πρόσθεσε ο κ. Κληρίδης, γίνεται ρητή αναφορά στους στόχους και τις πολιτικές της κυβέρνησης, τόσο στα μακροοικονομικά μεγέθη όσο και για την διαρθρωτική πολιτική, το οποίο «ακολουθούμε πιστά» είπε ο υπουργός ώστε να επιτευχθεί ο μεγάλος στόχος της ένταξης στην ΕΕ.

Απέρριψε επίσης, τη θέση ότι υπάρχει υπερξερτάτηση της οικονομίας από τον τουρισμό. Ο ρυθμός ανάπτυξης το 2001 ανήλθε σχεδόν στο 4% και δεν αποκλίνει ουσιαστικά από την αρχική πρόβλεψη για 4,5%, ενώ το 2002 αναμένεται να κυμανθεί γύρω στο 2,5% - 3%, παρά το γεγονός ότι το τουριστικό ρεύμα να σημειώσει μείωση, γεγονός που αποτελεί ένδειξη, όπως είπε ο κ. Κληρίδης, ότι «η εξάρτηση από τον τουρισμό μειώνεται διαχρονικά, λόγω αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η Κύπρος σε άλλους κλάδους, όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι τηλεπικοινωνίες και κ.α. Πρόσθεσε μάλιστα, ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, από το 5,4% του ΑΕΠ το 2001, θα ανέλθουν στο 8,1% του ΑΕΠ το 2002.


Τόνισε ότι στόχος της πολιτικής της κυβέρνησης και του υπουργείου του, «είναι η ελευθεροποίηση των επιτοκίων χωρίς αναταράξεις στην οικονομία», ενώ σημείωσε ως σημαντικά στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα που διεξήγαγε το Κέντρο Μελετών και Ανάπτυξης του Intercollege, υπό τον δρ Αντρέα Θεοφάνους: Πρώτον, ότι η ύπαρξη μέχρι πρόσφατα του ανώτατου ορίου στα επιτόκια δημιούργησε στρεβλώσεις στην λειτουργία της αγοράς, «αφού αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την επιδιωκόμενη φιλελευθεροποίηση της διακίνησης κεφαλαίων». Και κατ’ επέκταση της προσέλκυσης ξένων επενδυτών στην Κύπρο και την διοχέτευση χρηματοδοτικών κεφαλαίων σε καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Δεύτερον, οι Τράπεζες θα αναγκαστούν να ανταγωνιστούν σε ένα νέο περιβάλλον, εξέλιξη που «αναπόδραστα δημιουργεί μια σειρά από προκλήσεις», γεγονός που εξυπακούει ότι θα πρέπει να επεκτείνουν τις δραστηριότητες στους νέες υπηρεσίες, αλλά και στο εξωτερικό προκειμένου να διατηρήσουν και να επαυξήσουν τις επικερδότητά τους.
Τρίτον, η φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων και των κεφαλαίων, διανοίγει νέες δυνατότητες ξένων επενδύσεων στην Κύπρο και Τέταρτον, σε ένα πιο ελεύθερο περιβάλλον η Κύπρος παραμένει ελκυστική αγορά ξένων επενδυτών και καταθετών.