You are here

«Εγκλήματα άσπρου κολάρου»

28/01/2002 16:31
Σε ιλιγγιώδη ποσά, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα 9,1 εκατομμύρια λίρες, ανέρχεται το ποσό του οικονομικού εγκλήματος στην Κύπρο, γνωστού διεθνώς, με την ονομασία «εγκλήματα άσπρου κολάρου» το οποίο παρουσιάζει ολοένα και περισσότερο αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια στο νησί μας.

Αυτό καταγράφεται σε παγκύπρια έρευνα που διεξήγαγε το καλοκαίρι του 2001, με επικεφαλής την Δρ Μαρία Κραμβιά – Καπαρδή, επίλεκτη ομάδα μελών της αστυνομίας και είχε ως θέμα την «θυματοποίηση εταιριών από οικονομικούς εγκληματίες».

Τα 9,1 εκατομμύρια λίρες, αντιπροσωπεύουν το 57% των οργανισμών που συμμετείχαν στην έρευνα, επί συνόλου 441 εταιριών και οργανισμών, ενώ επισημαίνεται ότι έξη οργανισμοί, έχασαν πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες ο κάθε ένας. Επιπλέον, ποσοστό της τάξης του 12% των οργανισμών που έπεσαν θύματα τέτοιων εγκληματικών πράξεων, δεν θέλησαν να αναφέρουν το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς που υπέστησαν.

Ποσοστό που ανέρχεται στο 15% του συνόλου της έρευνας αφορά εταιρίες εισηγμένες στο ΧΑΚ, με το μεγαλύτερο ποσοστό (78%) να αφορά τους οργανισμούς που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι προερχόμενοι από το δημόσιο κρατικοί και ημικρατικοί οργανισμοί, καθώς και τους Δήμους, που έλαβαν μέρος στην έρευνα να αντιπροσωπεύουν μόνο το 7%.

Τα «εγκλήματα άσπρου κολάρου» κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες και μορφές όπως, οικονομικές απάτες, αδικήματα διαφθοράς, αποσπάσεις χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, μέχρι και χρηματιστηριακές απάτες, ενώ όπως σημειώνεται στην έρευνα, «καταδεικνύεται από τις διάφορες έρευνες και στατιστικές... ότι ένα σημαντικό ποσοστό των οικονομικών εγκλημάτων έχουν διαπραχθεί από υπαλλήλους ή μέλη της Διεύθυνσης της επιχείρησης, που είναι συνήθως άτομα εμπιστοσύνης με πολυετή εμπειρία στην συγκεκριμένη επιχείρηση».

Μάλιστα, σε έρευνα που διεξήγαγε η Ernst & Young, σε παγκόσμια κλίμακα, το 82% του οικονομικού εγκλήματος κατά το 2000 διεπράχθη από υπαλλήλους ή μέλη της Διεύθυνσης που είτε ενεργούσαν αυτόβουλα είτε σε συνεργασία με τρίτους.

Από την έρευνα προέκυψε ότι οι δράστες ανήκουν κυρίως, στις ηλικίες 31- 50 ετών (68%), ενώ τα ποσοστά στις ηλικίες των 22-30 ετών, ανέρχονται στο 26% και των ηλικιών 51 και άνω, καλύπτουν το 6%. Στους λόγους που ώθησαν τους δράστες στη διενέργεια τέτοιων πράξεων, καταγράφονται κυρίως η απληστία (41%) ή για να λύσουν κάποιο οικονομικό τους πρόβλημα (47%).

Τα οικονομικά προβλήματα αποτελούν τον κύριο λόγο για τους νεαρότερους δράστες 22-30 ετών) ή ποσοστό 30%, ενώ οι «ανθρώπινες αδυναμίες είναι ο αντίστοιχος αριθμός στις ηλικίες των 31-40 ετών».

Οι δράστες που ανήκουν στην κατηγορία των «τρίτων» όπως π.χ. πελατών και των συνεργατών των εμπλεκομένων οργανισμών (62%), ενώ τα ποσοστά των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων ανέρχονται στο 8% και 30% αντίστοιχα.

Τα πιο συχνά αδικήματα που διενεργήθηκαν από μέλη της διεύθυνσης των οργανισμών αφορούσαν, την κατάχρηση λογαριασμών εξόδων (15%), τις αγορές για προσωπική χρήση(12%) τις αχρείαστες αγορές (12%), ενώ για το 22% των υποθέσεων που εντοπίστηκαν, δεν δόθηκαν λεπτομέρειες. Τα αδικήματα του υπαλληλικού προσωπικού, αφορούν την κλοπή εμπορευμάτων και εξοπλισμού (27%), την κλοπή από το «μικρό ταμείο»(22%), ενώ για το 11% των υποθέσεων που εντοπίστηκαν δεν δόθηκαν λεπτομέρειες.

Οι ακάλυπτες επιταγές (38%), η πλαστογραφία επιταγών (18%) και η κλοπή εμπορευμάτων αφορά τα πιο συχνά αδικήματα που διεπράχθησαν από τρίτους.

Στα συμπεράσματα της έρευνας, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι πλείστες εταιρίες και κυρίως αυτές που είναι εισηγμένες στα διεθνή χρηματιστήρια, έχουν προχωρήσει στην σύσταση διαφόρων επιτροπών, όπως είναι η Επιτροπή Ελέγχου (Audit Committee) και προστίθεται: «Τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων, συγκεκριμένα η ανάπτυξη του ΧΑΚ και η εισαγωγή μεγάλου αριθμού δημόσιων εταιριών σε αυτό, έχουν καταστήσει αναγκαία την εισαγωγή σύγχρονων συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και στις κυπριακές εταιρίες».