You are here

Μισό δισ. τον χρόνο για τα χρέη του κράτους

31/10/2019 07:14

Μισό δισεκατομμύριο ευρώ πληρώνει κάθε χρόνο το κράτος για εξυπηρέτηση του χρέους, παρά τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που καταβάλλει.

Η διόγκωση του χρέους σε επίπεδα πάνω του 100% του ΑΕΠ έχει διατηρήσει το κόστος εξυπηρέτησης του, ακόμα και σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.

Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το κράτος πρέπει να διαθέτει μεγαλύτερο μέρος των πλεονασμάτων του για μείωση του χρέους και να καταρτίσει πλάνο επενδύσεων με μεσοπρόθεσμα οφέλη για την οικονομία.

Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας που επεξεργάστηκε η StockWatch, το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους που ανέρχεται σε €21 δισ. ανήλθε το 2018 στα €510,3 εκ. από €508,6 εκ. το 2017 παραμένοντας περίπου στα ίδια επίπεδα τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με το τμήμα διαχείρισης δημόσιου χρέους, οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους μειώθηκαν το 2018 στα €470 εκ. από €535 εκ. το 2017 ενώ για το 2019 αναμένεται αύξηση του στα €585 εκ.

Ο υπεύθυνος του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους στο υπουργείο Οικονομικών, Φαίδων Καλοζώης, αναφέρει στη StockWatch ότι για το 2019 «το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι πιο ψηλό διότι υπάρχει ένα περίεργο: Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί το 2018 και αναμένεται μείωση το 2019, ωστόσο το κόστος εξυπηρέτησης το 2019 θα είναι πιο ψηλό γιατί για τα ομόλογα που είχαν εκδοθεί το 2018 για τη συναλλαγή του Συνεργατισμού, θα αρχίσουμε να πληρώνουμε τόκους το 2019».

Σημειώνει ότι το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα χρόνια περίπου 5-7 ποσοστιαίες μονάδες το έτος.

Το 2020 το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους αναμένεται να μειωθεί στα €519 εκ., τα 2021 θα ανέλθει επίσης σε €519 εκ. ενώ για το 2022 αναμένεται να αυξηθεί στα €541 εκ.

Ο καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Imperial College Business School, Αλέξανδρος Μιχαηλίδης, επισημαίνει ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι αρκετά υψηλό και, «δεδομένου του πόσο μεγάλο είναι, θα ήταν καλά να μειωθεί το χρέος αλλά ταυτόχρονα να καταρτιστούν ορισμένες επενδυτικές δαπάνες και σχέδια από κυβερνητικής πλευράς ούτως ώστε αν τα επιτόκια παραμείνουν χαμηλά, να ξέρει το κράτος τις προτεραιότητες του και ανάλογα να επενδύσει στο μέλλον», τονίζει.

Για παράδειγμα, εξηγεί, το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1989 και ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί τα κτίρια του, και έπρεπε να γίνει δάνειο από την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα από το ίδιο το πανεπιστήμιο (με εγγυήσεις της κυβέρνησης) για να προχωρήσουν τα κτίρια της Πολυτεχνικής Σχολής.

«Αλλά με το επίπεδο του χρέους τώρα, καλύτερα να συνεχίσει να μειώνεται πρώτα πριν να αρχίσουν τέτοιες επενδύσεις από πλευράς κράτους. Το κράτος πρέπει όμως να έχει καταρτισμένα σχέδια σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε καλά (το χρέος μειωθεί κάτω από 60% και τα επιτόκια παραμείνουν χαμηλά)».

Ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρει ότι πρέπει να διατίθεται μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος στην αποπληρωμή χρέους και ταυτόχρονα να γίνονται πλάνα για κυβερνητικές επενδύσεις αν τα επιτόκια παραμείνουν χαμηλά και το χρέος έχει μειωθεί κάτω από 60% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τη Στρατηγική Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 2022 θα ανέλθουν στο €1,6 δισ. από €0,5 δισ. το 2021 και €1 δισ. το 2020.

Η περίοδος στρατηγικής 2020-2022 χαρακτηρίζεται από χαμηλές έως μέτριες χρηματοδοτικές ανάγκες, που απορρέουν από ένα περιορισμένο πρόγραμμα λήξεων χρέους υποστηριζόμενο από δημοσιονομικά πλεονάσματα.

Σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα κυμανθούν μεταξύ 2% και 7% του ΑΕΠ κατά την τριετή περίοδο.

Της Γεωργίας Χαννή