You are here

Τα ομόλογα δείχνουν μικρότερους κινδύνους για οικονομία

28/05/2020 06:51

Πτωτικά κινούνται το τελευταίο διάστημα οι αποδόσεις των ομολόγων μετά τα μέτρα στήριξης που ανακοινώνουν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού αλλά και τις ηπιότερες από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην οικονομία από την υγειονομική κρίση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, η απόδοση του δεκαετούς κυπριακού ομολόγου ανέρχεται σε 1,17% από 1,94% στις 7 Μαΐου.

Είναι η τρίτη ψηλότερη απόδοση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, αντανακλώντας τα ήδη ψηλά επίπεδα χρέους με τα οποία εισήλθε στην κρίση η Κύπρος.

Μειώσεις καταγράφουν και τα δεκαετή ομόλογα σε Ελλάδα και Ιταλία οι αποδόσεις των οποίων είναι από τις ψηλότερες στην ευρωζώνη.

Ο διευθυντής οικονομικών ερευνών της Τρ. Κύπρου Ιωάννης Τιρκίδης αναφέρει στη StockWatch ότι η μείωση έχει να κάνει με διάφορες θετικές εξελίξεις.

Επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα το πρώτο τρίμηνο ήταν ηπιότερες απ’ ότι αναμενόταν. «Τα μέτρα των κυβερνήσεων ήταν αποφασιστικά και έγκαιρα. Μπήκαμε ήδη στη διαδικασία επανανοίγματος των οικονομιών χωρίς σοβαρά επιδημιολογικά προβλήματα με εξαίρεση μικρά επεισόδια στην Κίνα και τη Νότιο Κορέα», τονίζει.

Παράλληλα, στην ΕΕ η πρόσφατη πρόταση Μέρκελ και Μακρόν για το Ταμείο Ανάκαμψης εμπερικλείει εξαιρετικής σημασίας μεταρρυθμίσεις, για το μέλλον της ΕΕ. «Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ ενός καλύτερου κλίματος και περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πιθανού κινδύνου και αποτυπώνονται στη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων», τονίζει.

Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων είχαν φτάσει στα ύψη στις αρχές του μήνα όταν το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε στις 5 Μαΐου κατά της νομιμότητας του προγράμματος αγορών ομολόγων της ΕΚΤ.  Με την αγορά ομολόγων, οι αποδόσεις τους διατηρούνταν σε χαμηλότερα επίπεδα.

«Η ΕΚΤ θεωρεί ότι είναι υπόλογοι μόνο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ότι συνεπώς, η δικαιοδοσία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να επιβάλει στη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα την αποχώρηση της από το πρόγραμμα αγορών ομολόγων, αμφισβητείται. Δηλαδή έχουμε ένα νομικό παζλ. Στην περίπτωση που η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αγορών και το πρόγραμμα ουσιαστικά ακυρωθεί, οι συνέπειες θα είναι αρνητικές», τονίζει.

Οι αποδόσεις των Ιταλικών ομολόγων και όχι μόνο, θα αυξηθούν αυξάνοντας μαζί και τις πιθανότητες μιας χρηματοοικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.

«Αλλά δε νομίζω να φτάσουμε μέχρι εκεί. Στην περίπτωση νομικής ρήξης θα ανέμενα ότι θα επικυρωθεί η ισχύς του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έναντι των εθνικών δικαστηρίων. Διαφορετικά θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου», υπογραμμίζει.

Ο αναπληρωτής καθηγητής χρηματοοικονομικών στο CIIM Γιώργος Θεοχαρίδης αναφέρει ότι τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (αλλά και άλλων κεντρικών τραπεζών) έχουν τρεις στόχους - την αναζωογόνηση/ανάπτυξη της οικονομίας, την αύξηση του πληθωρισμού στα ζητούμενα επίπεδα (κοντά στο 2%) και τη μείωση του κόστους δανεισμού των χωρών κρατών της Ευρωζώνης.

«Ειδικά αυτή την κρίσιμη περίοδο η ανάγκη αυτή και η στήριξη από την ΕΚΤ είναι επιβεβλημένη. Γι΄ αυτό εκτός από το κανονικό πρόγραμμα (PSPP) που ξαναξεκίνησε το Νοέμβριο του 2019, έχουμε τώρα και το καινούργιο πρόγραμμα ειδικά λόγω πανδημίας (PEPP)», σημειώνει.

«Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά του προγράμματος, παρόλο που δεν έχει άμεσο αντίκτυπο (αφού η ΕΚΤ είναι υπόλογη μόνο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο), μπορεί να έχει πολιτικές προεκτάσεις και να επηρεάσει τη δυνατότητα της ΕΚΤ στο μέλλον να συνεχίσει απρόσκοπτα με αυτά τα προγράμματα. Αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων για τις χώρες του Νότου (Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) αφού αυτές χρειάζονται περισσότερη στήριξη τη δεδομένη στιγμή λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους αλλά και άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν», υπογραμίζει.

Η Γερμανίδα οικονομολόγος Isabel Schnabel, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε σε συνέντευξη της στους Financial Times ότι η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν θα επηρεάσει άμεσα την ΕΚΤ και δεν θα οδηγήσει σε αναγκαστική έξοδο της Bundesbank από το πρόγραμμα.

Της Γεωργίας Χαννή