You are here

Ανώτατο: Aπέρριψε έφεση κατά διατάγματος για emails Ε. Λοϊζίδου

21/03/2019 12:04

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε σήμερα την έφεση που καταχώρησε η εφημερίδα «Πολίτης» κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος δημοσιοποίησης των emails της Ανώτερης Εισαγγελέως της Δημοκρατίας Ελένης Λοϊζίδου.

Υπενθυμίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την απόφαση του ημερομηνίας 10/1/2018 ενέκρινε το αίτημα της Εισαγγελέως για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην εφημερίδα να δημοσιεύει το περιεχόμενο του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της μέχρι την εκδίκαση της αγωγής που καταχώρησε εναντίον της εφημερίδας.

Η Εισαγγελέας, με την αγωγή της, αξιώνει εναντίον της εφημερίδας αποζημιώσεις για τη δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών της μηνυμάτων «παρόλο που η ίδια τους έχει ενημερώσει ότι αυτά συνιστούν προϊόν υποκλοπής και ότι δεν επιθυμεί την δημοσιοποίησή τους», όπως αναφέρεται στην απόφαση.

Στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης για έκδοση του διατάγματος, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Ι. Ιωαννίδης έλαβε υπόψη του από τη μια το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που συνήθως καλείται δικαίωμα της προσωπικότητας (privacy) και από την άλλη το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. «Έχω ισοζυγίσει και τα δύο δικαιώματα. Βρίσκω ότι εδώ υπερτερεί το δικαίωμα της προσωπικότητας, αφού η έκδοση του διατάγματος ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης από τους εναγομένους των κατ΄ ισχυρισμόν κλαπέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της αιτήτριας, τα οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία ανέρχονται σε 19.000, ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους αδικίας», σημειώνει στην απόφαση του ο κ. Ιωαννίδης, απορρίπτοντας ως αβάσιμους όλους τους λόγους ένστασης που κατέθεσε η εφημερίδα.

Ακολούθως, η εφημερίδα καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης η οποία εξετάστηκε από το τριμελές Εφετείο το οποίο αποτελείται από τους δικαστές Κ. Παμπαλή , Α. Λιάτσο και  Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου.

Οι δικαστές του Εφετείου σημειώνουν, μεταξύ άλλων, στην ομόφωνη απόφαση τους ότι «δεν εντοπίζουμε περιθώρια παρέμβασής μας στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στον τρόπο που αυτή ασκήθηκε, ούτε και στην συνακόλουθη κρίση του περί του δικαίου και πρόσφορου της έκδοσης του επίδικου διατάγματος», σημειώνοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ορθά κρίνοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και ικανοποιούνταν τα κριτήρια για έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, δίκαια κατέληξε ως προς το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας».

Αναφέρουν ότι «το ισοζύγιο της ευχέρειας - ορθότερα των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα φράση «balance of justice» δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων - έκλινε αναμφίβολα υπέρ της Εφεσίβλητης».

«Στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη, όπως ορθά σημείωσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής», προστίθεται στην απόφαση, «ήταν ότι το κοινό είχε ήδη ενημερωθεί ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που κάλυπταν το όλο ζήτημα, αφού είχε προηγηθεί σωρεία δημοσιευμάτων με αναφορές σε παράτυπες διεκπεραιώσεις υποθέσεων που αφορούσαν στην έκδοση Ρώσων υπηκόων με την εμπλοκή της εφεσίβλητης, υπό την ιδιότητά της ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».

Ως εκ τούτου, συνεχίζει η απόφαση, « και με δεδομένη την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και δη, κατ’ ισχυρισμό, παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων, καθώς και την πιθανότητα επιτυχίας […]αιτιολογημένα η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε προς την κατεύθυνση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος».

Χωρίς αμφιβολία, αναφέρει η απόφαση του Ανωτάτου, «η παρούσα υπόθεση ενέχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον, αφού τα δεδομένα που την καλύπτουν αγγίζουν τα ευαίσθητα ζητήματα της δημοσιογραφικής αξίας και της στάθμισης των δικαιωμάτων πληροφόρησης και ιδιωτικής ζωής».
«Με όλο όμως το σεβασμό στην προσπάθεια που κατέβαλαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, θα πρέπει να υπομνήσουμε ότι, στο παρόν στάδιο, αντικείμενο προς εξέταση είναι η ορθότητα ή μη της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, υπό το φως των παραμέτρων που αφορούν την υπό κρίση περίπτωση και της νομικής διάστασης που καλύπτει το όλο φάσμα έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων», προστίθεται.

Η απόφαση του Ανωτάτου αναφέρει επίσης ότι «το ζήτημα της νομιμότητας της  δημοσίευσης παρανόμως κτηθεισών πληροφοριών αποτέλεσε αντικείμενο σειράς αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, από το 1996 μέχρι το 2016 ασχολήθηκε κατ` εξακολούθηση με περιπτώσεις δημοσίευσης πληροφοριών, οι οποίες είχαν αποκτηθεί παράνομα, κατά κανόνα από τρίτο πρόσωπο».

Ως απαύγασμα, σημειώνεται, «μπορεί να σημειωθεί όχι ο Τύπος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να παρεκκλίνει από την υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, λόγω ακριβώς της σημασίας της ελευθεροτυπίας προς την κατεύθυνση της πληροφόρησης του κοινού, της ενίσχυσης του δημόσιου διαλόγου, της κριτικής και λογοδοσίας των δημοσίων αρχών και εφόσον, βεβαίως, τίθεται ζήτημα ευρύτερου δημοσίου ενδιαφέροντος. Επιβάλλεται όμως η ανάγκη μιας in concreto στάθμισης αφενός της ελευθερίας του τύπου και αφετέρου του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής άλλων. Η στάθμιση αυτή πρέπει να γίνεται με το αμιγώς νομικό κριτήριο της αρχής της αναλογικότητας».

Αναφέρει επίσης ότι το ΕΔΑΔ με αφορμή την απόφαση Von Hannover ν. Germany (2), ημερομηνίας 7.2.2012, προχώρησε στη στάθμιση του δικαιώματος ενημέρωσης και του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, δίνοντας προβάδισμα στο πρώτο., προσθέτοντας ότι χαρακτηρίστηκε η απόφαση αυτή ως ορόσημο υπέρ της ελευθεροτυπίας και ως μία περαιτέρω απόδειξη της δέσμευσης του Δικαστηρίου στην διατήρηση της ελευθερίας της έκφρασης στην Ευρώπη.

Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο προχώρησε επίσης στον σχηματισμό ορισμένων κριτηρίων προς στάθμιση των διαλαμβανομένων στα άρθρα 8 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα κριτήρια αυτά κωδικοποιήθηκαν στην απόφαση Axel Springer AG ν. Germany, ημερ. 10.12.2012, ένα εκ των οποίων αφορά τη μέθοδο της συλλογής της πληροφορίας και τη βαρύτητα της παράβασης κατά το εθνικό ποινικό δίκαιο, στοιχείο που κρίνεται και αξιολογείται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πληροφορίες δημοσιεύθηκαν, όπως αναφέρεται.

«Είναι η τελική μας κρίση ότι δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασής μας στα όσα καλύπτει η πρωτόδικη απόφαση και στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου», καταλήγουν οι δικαστές στην απόφαση τους.