You are here

Χατζηαναστασίου: Να δείξει κατανόηση η ΕΤΥΚ

10/01/2005 09:57
Την κατανόηση του συνδικαλιστικού κινήματος για τον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, ζητά ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Εμπορικών Τραπεζών και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Γιώργος Χατζηαναστασίου. Ενόψει της έναρξης διαπραγματεύσεων για ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων, ο κ. Χατζηαναστασίου μιλά στη StockWatch για το διαμορφούμενο τραπεζικό περιβάλλον και εξηγεί τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα. Τα υπεράριθμα υποκαταστήματα προφυλάσσουν σήμερα τις κυπριακές τράπεζες από τον ξένο ανταγωνισμό, αυξάνοντας το κόστος της αρχικής τους επένδυσης. Εντούτοις, η εισαγωγή νέας τεχνολογίας αφαιρεί το εμπόδιο αυτό και αναδεικνύει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που δημιουργεί στα εγχώρια ιδρύματα το ψηλό εργατικό κόστος.

Παρά τον επερχόμενο ανταγωνισμό, ο κ. Χατζηαναστασίου προσβλέπει με αισιοδοξία στο μέλλον του τραπεζικού κλάδου. Η αναστολή της εφαρμογής της οδηγίας για την αναγνώριση τόκων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια δίνει σημαντική ανάσα στις τράπεζες.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο κ. Χατζηαναστασίου μιλά επίσης για τα στεγαστικά και κατασκευαστικά δάνεια, για το συνεργατισμό και για την ανάγκη ανάκαμψης του χρηματιστηριακού θεσμού.

Ερ.: Κύριε Χατζηαναστασίου, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια η βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών;

Απ.:
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπάρχει περισσότερη αισιοδοξία διότι έχουν εκλείψει τα βασικά προβλήματα, όπως η υποτονική ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας ή οι πόλεμοι. Σε ό,τι αφορά τη χρηματιστηριακή κρίση, βρισκόμαστε σε μια πολύ καλύτερη κατάσταση σήμερα, μιας και τις μεγαλύτερες ζημιές τις έχουν ήδη υποστεί οι τράπεζες και ασφαλώς και οι επενδυτές. Φυσικά δεν αποκλείονται απρόοπτοι εξωγενείς παράγοντες.

Όπως γνωρίζετε, η κερδοφορία θα ήταν ακόμα πιο ψηλή, αν δεν υπήρχαν οι αυστηροί κανονισμοί της Κεντρικής Τράπεζας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όπως και η ανάγκη δημιουργίας σχετικών αποθεματικών. Και οι δύο αυτοί τεχνικοί παράγοντες επηρέαζαν και επηρεάζουν την κερδοφορία που, παρενθετικά αναφέρω, δεν ισχύουν για άλλα πιστωτικά ιδρύματα στην Κύπρο. Σιγά – σιγά τα κενά καλύπτονται, και αυτό εξηγεί τα βελτιωμένα αποτελέσματα των τραπεζών.

Ερ.: Άρα θα επηρεάζονταν προς το χειρότερο αν εφαρμόζονταν οι νέοι κανονισμοί για τη μη αναγνώριση τόκων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια για τρεις μήνες...

Απ.:
Βεβαίως. Τα επιχειρήματά μας προς τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ήταν ότι ξεκινήσαμε με πάρα πολύ γοργούς ρυθμούς, πηγαίνοντας από το καθεστώς με κανένα περιορισμό στους 9 μήνες καθυστέρηση στις αποπληρωμές και στη συνέχεια στους 6 μήνες. Ζητήσαμε αυτό το χρόνο για να μπορέσουμε να ανασάνουμε από τα πάρα πολλά εναρμονιστικά μέτρα που είχαν εισαχθεί με ψηλό κόστος. Ο διοικητής έδειξε κατανόηση και μας έδωσε κάποιο χρόνο.

Ο ανταγωνισμός

Ερ.: Όμως, οι τράπεζες έγιναν πέρσι πιο κερδοφόρες εν μέρει λόγω της τιμολογιακής πολιτικής. Δεν έχουν όμως γίνει ταυτόχρονα και πιο ευάλωτες στον ξένο ανταγωνισμό;

Απ.:
Στη λιανική τραπεζική υπάρχει τεράστιος αριθμός παραρτημάτων και συνεπώς δεν είναι εύκολο να ανταγωνιστεί ένα ξένο τραπεζικό ίδρυμα εκτός εάν επεκτείνει σημαντικά τις επενδύσεις του και επενδύσει στην δημιουργία αρκετών παραρτημάτων. Όσο περνά όμως ο χρόνος θα είναι σε καλύτερη θέση τα ξένα ιδρύματα να ανταγωνιστούν διότι με την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, η σημασία των παραρτημάτων θα μειώνεται σταδιακά. Εκείνο που παρατηρείται στη λιανική τραπεζική είναι ένας πολύ έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων που είναι μέλη μας όπως και μεταξύ των τραπεζών και των συνεργατικών ιδρυμάτων. Αυτός ο ανταγωνισμός είναι πάρα πολύ υγιής και είναι προς όφελος του καταναλωτή-πελάτη.

Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα γενικά πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην αύξηση του βασικού επιτοκίου από την Κεντρική Τράπεζα. Όπως γνωρίζετε, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση των επιτοκίων από τράπεζα σε τράπεζα. Πρέπει όμως να πω ότι το επίπεδο των δανειστικών επιτοκίων, με το σημερινό συγκριτικά ψηλό βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας, είναι πιο χαμηλό απ’ ό,τι στις χώρες της ΕΕ που έχουν χαμηλότερο βασικό επιτόκιο από την Κύπρο. Ένα παράδειγμα είναι οι πιστωτικές κάρτες. Ο καταναλωτής στην Ευρώπη επιβαρύνεται με 18% με 19%, ενώ στην Κύπρο η επιβάρυνση κυμαίνεται μεταξύ 10% με 12%.

Ερ.: Μπορεί να θεωρηθεί η προσφορά παρατραπεζικών υπηρεσιών όπως μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό κ.ά. ως ανησυχητικό φαινόμενο;

Απ.:
Δε νομίζω να μπορεί να γίνει λόγος για ανησυχία στα τραπεζικά ιδρύματα από ορισμένες παραπιστωτικές δραστηριότητες διότι δεν προσφέρουν ούτε το εύρος, ούτε το βάθος ή τον αριθμό των τραπεζικών προϊόντων που προσφέρουν τα τραπεζικά ιδρύματα που αναμφισβήτητα κατέχουν μια κορυφαία θέση σε σύγκριση με άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Οι τράπεζες προσφέρουν ασφάλεια και φερεγγυότητα λόγω της αυστηρής εποπτείας τους από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα που είναι πολύ σημαντικό προτέρημα συγκρίνοντάς τα με άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα και έχουν τα ίδια επίπεδα που έχουν οι τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως σχέδια εγγύησης που καλύπτουν τους καταθέτες προληπτικά μέτρα ρευστότητας, μεγάλη κεφαλαιουχική επάρκεια κ.ά.

Ερ.: Βλέπετε τον Συνεργατισμό ως μία εν δυνάμει απειλή για τις εμπορικές τράπεζες με την ενοποίηση ορισμένων συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων;

Απ.:
Η ενοποίηση ως επιλογή προκύπτει από μια συμφωνία που έγινε με την Κυβέρνηση και την Ε.Ε. στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Για να αναγνωριστούν από την Ε.Ε. τα όποια συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα, πρέπει να ικανοποιούν τις πρόνοιες των οδηγιών της ΕΕ. Και επειδή είχαν προβλήματα κυρίως λόγω κεφαλαιουχικής επάρκειας, είχε συμφωνηθεί ότι πάρα πολλά τέτοια ιδρύματα θα πρέπει να συμπτυχθούν - αν δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τα σχετικά κριτήρια της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας -, κάτω από τη στέγη της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας και μέχρι το 2007. Και φαίνεται ότι ορισμένα θα το πράξουν, μιας και δεν μπορούν να καλύψουν το κριτήριο της κεφαλαιουχικής επάρκειας που είναι 8%. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου προβλέπει ότι πρέπει να είναι 10% και οι εμπορικές τράπεζες μέλη μας έχουν 12% με 15%. Δεν πιστεύω ότι ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός είναι απειλή γενικά αφού και τα ίδια τα μέλη μας ανταγωνίζονται μεταξύ τους πολύ έντονα.

Στεγαστική πίστη

Ερ.: Είναι υγιές για ένα τραπεζικό σύστημα να βασίζει σχεδόν αποκλειστικά την πολιτική χορηγήσεων κυρίως πάνω στα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια;

Απ.:
Κοιτάξτε, το τι παρατηρήθηκε είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη αύξηση στην παραχώρηση στεγαστικών δανείων. Νομίζω αυτό οφείλεται σε πάρα πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι το ΧΑΚ έχει πάψει να είναι ένας κλάδος επενδύσεων ή δανειοδοτήσεων λόγω της κρίσης του. Παράλληλα, μόλις τώρα απελευθερώθηκε η αγορά συναλλάγματος. Σε αυτό συνέβαλαν και η μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι Κύπριοι στη στέγαση ιδιαίτερα με την αύξηση της οικονομικής ευμάρειας, με αποτέλεσμα να έχουμε τη μεγάλη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια. Υπήρξε παράλληλα σημαντικός δανεισμός στον κατασκευαστικό κλάδο. Οι εμπορικές τράπεζες το παρακολουθούν ιδιαίτερα. Κάποια προειδοποίηση έχει δώσει σχετικά και η Κεντρική Τράπεζα για τη χρηματοδότηση του κατασκευαστικού – στεγαστικού τομέα.

Ερ.: Μιλάτε για τα στεγαστικά ή τα κατασκευαστικά δάνεια;

Απ.:
Και για τα δύο. Τα μεν χρηματοδοτούν τη ζήτηση και τα δε την προσφορά. Θα πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο. Αν, ξαφνικά, υποχωρήσει η ζήτηση για κατοικίες και πάψει ο κόσμος να ζητά στεγαστικά δάνεια, ενώ παράλληλα δίνονται δανειοδοτήσεις για τις κατασκευές κατοικιών που δεν θα αγοράζονται, θα υπάρξει ένα πρόβλημα με τις χρηματοδοτήσεις προς τους επιχειρηματίες αναπτύξεως γης που μπορεί να εξελιχθούν σε επισφαλή δάνεια. Γι’ αυτό χρειάζεται πάντα προσοχή και οι τράπεζες είναι προσεκτικές.

Ερ.: Δεν θα είναι ανησυχητικό φαινόμενο ότι η πραγματική οικονομία απέχει από δανειοδοτήσεις;

Απ.:
Σε τελευταία ανάλυση, μεγάλη σημασία έχει ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Αν αναπτύσσεται η οικονομία σωστά και ορθολογιστικά, τότε ευημερούν και οι τράπεζες και όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πρέπει να πούμε ότι έχουμε ως οικονομία μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες. Έχουμε μια κάμψη στον τουριστικό τομέα που επηρεάζει πολλούς άλλους της οικονομικής δραστηριότητας, όπως και μια κάμψη στη μεταποίηση και γεωργία. Το τι απομένει, είναι ο κλάδος των υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό βεβαίως, περιορίζει και τους τομείς δραστηριότητας στους οποίους υπάρχει ζήτηση για δανειοδοτήσεις. Και εφόσον η οικονομία δεν ανασυγκροτείται με διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε να βελτιωθούν η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα, ο τραπεζικός τομέας έχει κάποια ανησυχία.
Και ο τραπεζικός τομέας, πρέπει να προσθέσω, θα ήθελε πάντα ένα ψηλό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και ένα πιο ισοζυγισμένο ρυθμό ανάπτυξης των διαφόρων της τομέων. Δεν θέλει απόλυτη εξάρτηση από τον τουριστικό ή τον κατασκευαστικό τομέα. Επομένως, αν υπάρξει κάμψη στη ζήτηση, θα πρέπει να υπάρχει μια συγκράτηση της χρηματοδότησης των επιχειρηματιών αναπτύξεως γης, ώστε να υπάρχει ένα ισοζύγιο. Αυτό όμως είναι θέμα των διευθύνσεων και των διοικήσεων των τραπεζών να αποφασίζουν.

Το ευρώ

Ερ.: Είναι επαρκώς προετοιμασμένες οι τράπεζες και την εισαγωγή του ευρώ και τις νέες συνθήκες που δημιουργεί στον ανταγωνισμό;

Απ.:
Η εισαγωγή του ευρώ δεν θα αποτελέσει κανένα πρόβλημα για τα μέλη μας. Ούτε από τεχνικής αλλά ούτε και από πλευράς εφαρμογής τέτοιας πολιτικής και των διαδικασιών. Το προσωπικό των κυπριακών εμπορικών τραπεζών είναι το καλύτερα προσοντούχο σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Το 32% με 34% του προσωπικού διαθέτει ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα. Επίσης οι κυπριακές τράπεζες έχουν τεράστιες εμπειρίες για το πως λειτουργούν οι μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού στο εξωτερικό και πιο ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι και εμείς μπορούμε να ανταγωνιστούμε αφού γίνουν αναγκαίες οργανωτικές αλλαγές στον τραπεζικό τομέα που ήδη γίνονται. Έχουμε την εμπειρία και σε απόλυτο ύψος, η αμοιβή του προσωπικού είναι πιο χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Βεβαίως, αυτή η διαφορά μειώνεται και σταδιακά οι τράπεζες πρέπει να κάνουν τις αναγκαίες τομές στην οργάνωσή τους. Πιστεύουμε ότι η συντεχνία θα δείξει κατανόηση στις νέες συνθήκες που αντιμετωπίζονται και θα βοηθήσει στον περιορισμό της αύξησης του εργατικού κόστους ώστε να μειωθεί το κόστος ανά μονάδα παραγωγής, επιτρέποντας έτσι τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Ο Σύνδεσμος έχει συστήσει ειδική Επιτροπή από όλα τα μέλη του για τα θέματα κυρίως πρακτικά που μπορούν να εγερθούν λόγω της εισαγωγής του ευρώ στην Κύπρο από αρκετό χρόνο τώρα για να είναι έγκαιρα και ολοκληρωτικά προετοιμασμένος.

Να μην ξεχνούμε ότι οι αδυναμίες μας αντανακλούνται σε κάποιους δείκτες. Ο δείκτης προσωπικού που απασχολείται στον τραπεζικό τομέα σε σχέση με τον πληθυσμό, το κόστος προσωπικού σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συντελεστές κόστους είναι πολύ πιο ψηλό σε σχέση με αντίστοιχα ευρωπαϊκά μεγέθη. Έχουμε αυτό που ονομάζεται overbanking και μεταφράζεται σε ψηλό ποσοστό προσωπικού και παραρτημάτων ανά χίλιους κατοίκους και αυτό με τη σειρά του σε αυξημένο κόστος. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για ριζική μείωση του κόστους, αν δηλαδή οι τράπεζες προχωρήσουν σε σύμπτυξη των παραρτημάτων ή και συγχωνεύσεις, τις οποίες δεν μπορούμε να αποκλείσουμε σε κάποιο μελλοντικό στάδιο αν αυτό χρειαστεί.

Ερ.:...Έχετε κάτι συγκεκριμένο υπ’ όψιν σχετικά με συγχωνεύσεις;

Απ.:
Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα που να γνωρίζω αλλά δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε σε κάποιο στάδιο. Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι στον ευρωπαϊκό χώρο επιβιώνουν και μικρές τράπεζες. Για παράδειγμα, στη Γερμανία υπάρχουν χίλια τραπεζικά ιδρύματα. Επομένως, αν ακολουθηθεί η σωστή δομή οργάνωσης, περιοριστεί σε λογικά πλαίσια το κόστος του προσωπικού και γίνει η σύμπτυξη των παραρτημάτων όπως επίσης και επιδιωχθεί εξειδίκευση, πιστεύω ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε και με το σημερινό μέγεθος. Θα μπορούμε, όμως, σε κάποιο στάδιο να επωφεληθούμε από τις οικονομίες κλίμακας που θα προκύψουν αν γίνουν συγχωνεύσεις και εξαγορές.

Η ΕΤΥΚ

Ερ.: Η τραπεζική συντεχνία εντοπίζει την κακοδαιμονία των τραπεζών στις λανθασμένες αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων για τα θέματα των συμβάσεων. Που υστέρησαν οι τράπεζες;

Απ.:
Να σας πω. Στο παρελθόν, οι τράπεζες δεν ήθελαν σύγκρουση με τις Συντεχνίες διότι θα είχε τεράστιες συνέπειες στην οικονομία και έτσι υποχώρησαν στις έντονες πιέσεις της συντεχνίας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το περιβάλλον ήταν διαφορετικό και η οικονομία ήταν κλειστή. Δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός που υπάρχει σήμερα. Ας μη ξεχνάμε ότι τα επιτόκια ελέγχονταν από το κράτος με νομοθεσία. Τότε ήταν εύκολες οι συνθήκες, τώρα δεν είναι καθόλου εύκολες. Κι ακριβώς αυτή την κατανόηση ζητά ο τραπεζικός τομέας από το συνδικαλιστικό κίνημα.

Ερ.: Δεν εντοπίζετε παραλείψεις ή στρατηγικά λάθη εκ μέρους των τραπεζών;

Απ.:
Σε γενικές γραμμές, η στρατηγική των τραπεζών ήταν σωστή. Λόγω της περιορισμένης αγοράς, ένα στοιχείο της στρατηγικής ήταν η ανάπτυξη και επέκταση στο εξωτερικό. Ήταν σωστή απόφαση που αποσκοπούσε στο να τις απεξαρτητοποιήσει κάπως από μια μικρή αγορά και τις οικονομικές συνθήκες μιας μικρής οικονομίας. Οι τράπεζες ανέκαθεν -και ορθώς- πίεζαν επίσης και προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης. Η τρίτη στρατηγική, από πλευράς προσφοράς υπηρεσιών, ήταν να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους και να αποκτήσουν αυτό το πλεονέκτημα που προσφέρουν τα ψηλά επαγγελματικά προσόντα του προσωπικού τους όπως επίσης και να υιοθετήσουν την σύγχρονη τεχνολογία. Επομένως, αν περιορίσουμε την αύξηση του εργατικού κόστους σε λογικά πλαίσια που να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας, τότε δεν θα δημιουργηθούν πρόσθετα προβλήματα, και η υιοθέτηση σύγχρονης τεχνολογίας, θα αποδώσει πολύ περισσότερα.

Νομοθετικό πλαίσιο

Ερ.: Υπάρχει πρόοδος στην προώθηση νομοθετικών ρυθμίσεων που επηρεάζουν τον τραπεζικό τομέα όπως π.χ. της εκποίησης ενυπόθηκων εξασφαλίσεων;

Απ.:
Στο θέμα της εκποίησης υποθηκών νομίζω οι αρμόδιοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι μόνο θέμα κερδοφορίας των τραπεζών. Ένας οφειλέτης που βάζει υποθήκη ένα ακίνητο και παίρνει ένα δάνειο, οφείλει να τηρήσει τις υποχρεώσεις του προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι τράπεζες, όπως και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν το ίδιο πρόβλημα, δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αν οι τράπεζες δεν πηγαίνουν καλά σημαίνει ότι δεν πηγαίνει καλά η οικονομία.

Υπάρχουν νομοθετήματα που δημιουργούν προβλήματα. Όπως ο Νόμος περί Εγγυητών που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή με την οποία η εξασφάλιση που παρέχουν οι εγγυητές γίνεται πιο αδύναμη. Επίσης, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το Νόμο περί Πτωχεύσεων για να μπορούν όσοι πτωχεύουν, μέσα σε τρία χρόνια να επαναδραστηριοποιούνται. Για τους «κακούς», αυτό θα σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να οδηγήσει την εταιρεία του στη χρεοκοπία, να μην ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα και να επανέλθει μετά από τρία χρόνια με διάφορους τρόπους ή ίσως και πιο νωρίς. Επίσης, καταργήθηκε η φυλάκιση για χρεώστες. Κι αυτός είναι ένας άλλος τρόπος που καθιστά λιγότερο αποτελεσματικά τα εργαλεία που χρειάζονται τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτά τα νομοθετήματα δημιουργούν νέες καταστάσεις που αναγκάζουν τις τράπεζες να δίνουν τεράστια σημασία στον «κίνδυνο» του κάθε οφειλέτη.

Αυτό ισχύει βέβαια όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και διεθνώς. Όπως ίσως γνωρίζετε, η Επιτροπή της Βασιλείας εισάγει τώρα ένα νέο θεσμό για να υπολογίζει ένα τραπεζικό ίδρυμα τις κεφαλαιουχικές ανάγκες του που θα βασίζεται καθαρά πάνω στους κινδύνους των χορηγήσεων κατά κλάδο και οντότητα που παραχωρεί. Έτσι, όπως προβλέπουν οι νέοι κανονισμοί που θα εφαρμοστούν το 2007, οι καλοί οφειλέτες θα χρηματοδοτούνται με χαμηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους κακοπληρωτές. Όποιος πληρώνει κανονικά τις δόσεις του, αυτός θα έχει μεγάλα οφέλη.

Ερ.: Υπάρχει ευοίωνο επενδυτικό κλίμα στην Κύπρο που βοηθά στην ανάπτυξη της οικονομίας και κατ’ επέκταση και των τραπεζών;

Απ.:
Οι προσδοκίες των επιχειρηματιών σήμερα να είναι πολύ καλύτερες μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και πιστεύω ότι αυξήθηκε η πολιτική ασφάλεια των επιχειρηματιών αλλά και η οικονομική ασφάλεια. Η μεγάλη αδυναμία του επιχειρηματικού μας κόσμου είναι ότι τίθεται σε μια δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον ευρωπαίο επιχειρηματία λόγω της ατονίας και της κρίσης του Χρηματιστηρίου. Πολλές επιχειρήσεις στην Ευρώπη είναι σε θέση να αντλούν κεφάλαια με τον τρόπο αυτό με μηδαμινό κόστος. Οι δικοί μας οι επιχειρηματίες παίρνουν κεφάλαια από τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα με πολύ ψηλό κόστος. Επομένως, για μένα, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι να αποκατασταθεί το γρηγορότερο δυνατό η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο Χρηματιστήριο ώστε να αναβιώσει ο θεσμός. Το επενδυτικό κλίμα βοηθάται από χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος. Αλλά όπως είπα, οι προσδοκίες είναι πολύ καλύτερες σήμερα.

Ερ.: Η έρευνα για το ΧΑΚ έχει πάντως ολοκληρωθεί. Από δω και πέρα ποιος πρέπει να κάνει τι;

Απ.:
Η βελτίωση του κλίματος είναι σταδιακή. Ήδη βελτιώνεται γρήγορα το νομοθετικό πλαίσιο και υπάρχουν νομοσχέδια που εκκρεμούν ενώπιον της Βουλής και βασίζονται σε Οδηγίες της Ε.Ε. Δεν είναι εύκολη η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του επενδυτή. Θα πάρει κάποιο χρόνο. Όμως έχουμε μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γίνονται ήδη προσπάθειες για δημιουργία συμμαχιών με ευρωπαϊκά χρηματιστήρια που μπορούν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη.

Είναι όμως θέμα και της εμπιστοσύνης του κοινού και στα όργανα του Χρηματιστηριακού θεσμού. Σήμερα έχουμε μια πιο δυνατή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Δεν είναι δική μου αρμοδιότητα όμως να πω με ποιο τρόπο θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο θεσμό και στα όργανα του.

Του Στέλιου Ορφανίδη