You are here

Κ. Κληρίδης: Συμφέροντα παρεμποδίζουν την καταπολέμηση της διαφθοράς

29/03/2021 06:00

Στις πιέσεις που δέχθηκε από πολιτικά πρόσωπα και ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες αναφέρεται ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, σε συνέντευξη του στη StockWatch.

Ο κ. Κληρίδης, εκφράζει επίσης τη δυσαρέσκεια του διότι τα δυο πορίσματα που σχετίζονται με την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την κατάσταση που είχε περιέλθει η οικονομία το 2013, αποδίδουν ξεκάθαρα πολιτικές ευθύνες οι οποίες όμως δεν έχουν αναληφθεί από κανένα πολίτικο πρόσωπο.

Αντίθετα, υποδεικνύει, για τις ποινικές ευθύνες σε όσες υποθέσεις στοιχειοθετήθηκαν μέσω των αστυνομικών ποινικών ανακρίσεων, οι υπεύθυνοι οδηγήθηκαν στα Κακουργιοδικεία.

Διευκρινίζει επίσης ότι σε σχέση με τον Συνεργατισμό, εκκρεμεί ακόμα η διερεύνηση του ενδεχομένου στοιχειοθέτησης αστικής και ποινικής φύσεως αδικημάτων.

Αναφέρεται ακόμα και στις επικρίσεις που δεχόταν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Γενικός Εισαγγελέας, από συγκεκριμένα ΜΜΕ και τις οποίες αποδίδει σε οικονομικά συμφέροντα.

Ερ.: Η θητεία σας ήταν επεισοδιακή, σε σημείο που ήρθατε σε αντιπαράθεση και με τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μήπως η αμεροληψία σας ενοχλούσε τους κυβερνώντες; Τώρα που βλέπετε από απόσταση τα γεγονότα πώς τα ερμηνεύετε;

Απ.: Παρά το ότι είναι άκομψο να αναφέρεται κάποιος στο δικό του χαρακτήρα, πιστεύω ότι τόσο στην προσωπική μου ζωή, όσο και στην πολυετή επαγγελματική μου καριέρα ως δικηγόρος και δικαστής, δεν διακρινόμουν για την αντιπαραθετικότητα του χαρακτήρα μου. Όταν όμως κλήθηκα να αναλάβω, και ανάλαβα τα ηνία της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους, υπήρξαν δυστυχώς περιπτώσεις και καταστάσεις πραγμάτων που αναπόφευκτα οδήγησαν σε αντιπαραθέσεις και κάποτε σε πολύ σκληρές αντιπαραθέσεις ακόμα και με άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε πείσματος, ούτε ισχυρογνωμοσύνης εκεί όπου υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, αλλά ήταν μια αναγκαία και αναπόφευκτη αντίδραση προς τον σκοπό της προάσπισης πάση θυσία, της ανεξαρτησίας και αυτονομίας του θεσμού που τάχθηκα να υπηρετήσω καθώς επίσης και της ατομικής μου αξιοπρέπειας.

Δύο περιπτώσεις παρεμβάσεων-πιέσεων

Ερ.: Κατά τη διάρκεια της θητείας σας δεχθήκατε πιέσεις άμεσα ή έμμεσα από την Κυβέρνηση, πολιτικούς, οικονομικούς ή άλλους παράγοντες για να κλείσετε τα μάτια;

Απ.: Στη διάρκεια της επταετούς σχεδόν θητείας μου στη Νομική Υπηρεσία, έγινα δέκτης ενεργειών που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως έμμεσες προσπάθειες επηρεασμού αποφάσεων που είχα να λάβω, σε δύο περιπτώσεις:

α. Στη διαδικασία ποινικής δίωξης εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως και των άλλων δικηγόρων που σύμφωνα με το πόρισμα ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή ενείχοντο σε σοβαρή υπόθεση διαφθοράς. Σ’ αυτή την υπόθεση υπήρξαν πολλές παρακλήσεις, παραινέσεις μέχρι και απειλές για την μη προώθηση αρχικά της υπόθεσης στο δικαστήριο και αργότερα για την απόσυρση της. Καθηκόντως δεν αποδέχθηκα αυτές τις ενέργειες.

β. Στις ποινικές υποθέσεις που σχετίζονταν με την κατάρρευση της Οικονομίας. Ενώ συνεχίζονταν οι αστυνομικές ανακρίσεις, σε διάφορες περιπτώσεις, έγιναν με κάποιο εύσχημο τρόπο, παρεμβάσεις τόσο από κυβερνητικής πλευράς, όσο και από την πλευρά τραπεζών και τραπεζιτών, που είχαν ως κεντρικό τους σημείο κάποια κινδυνολογία σύμφωνα με την οποία τυχόν ποινικές διώξεις εναντίον τραπεζών στο στάδιο κατά το οποίο αυτές επιχειρούσαν να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου και των χρηματιστηρίων, θα είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας η οποία είχε σχεδόν καταρρεύσει και προσπαθούσε να ορθοποδήσει.

Ερ.: Ποια η θέση σας για την αντιπαράθεση που υπάρχει μεταξύ Κυβέρνησης και Γενικού Ελεγκτή. Όπως και εσείς ακόμη ένας αξιωματούχος που διόρισε η παρούσα Κυβέρνηση, έχει βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρό της. Μήπως και ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης υπερβαίνει των καθηκόντων του ή τελικά το πολιτικό σύστημα – κατεστημένο στην Κύπρο δεν έμαθε να κρίνεται και να επικρίνεται; -Μήπως θα έλεγε κάποιος ανεξάρτητος παρατηρητής συμβαίνει το αντίθετο, ότι δηλαδή εσείς οι τέως και νυν αξιωματούχοι έχετε υπερβεί των καθηκόντων σας;

Απ.: Χωρίς να επιθυμώ να υπεισέλθω στην ουσία της διαφοράς που έχει εγερθεί, πιστεύω ότι για να μπορούν να λειτουργήσουν ομαλά και αποτελεσματικά οι κρατικοί μηχανισμοί και κυρίως εκείνοι που ασχολούνται με τη γενικότερη απονομή της δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της διαφθοράς, είναι απαραίτητο όπως υπάρχει αγαστή συνεργασία και αλληλοσεβασμός μεταξύ όλων των θεσμών που είναι επιφορτισμένοι με αυτά τα καθήκοντα. Τούτο δε, μπορεί να επιτυγχάνεται αφ’ ής στιγμής οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι, λειτουργοί και υπηρεσίες επιτελούν το δικό τους ρόλο και τα διακριτά καθήκοντα που τους καθορίζει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και οι νόμοι. Αυτό, και εφικτό είναι και επάναγκες.

Ερ.: Προς αυτή την κατεύθυνση αποσκοπούσε η εισήγηση που είχατε κάνει σχετικά με το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα να του δοθούν στοιχεία για τη διενέργεια έρευνας για τις πολιτογραφήσεις;

Απ.: Ειδικότερα σε σχέση με το θέμα των υποχρεώσεων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας όπως ασκήσει έλεγχο εσόδων της Δημοκρατίας αναφορικά με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα και τις πολιτογραφήσεις, δεν φαίνεται να αμφισβητείται από κανένα το δικαίωμα, ή καλύτερα η υποχρέωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας να προβεί σε έλεγχο, παρά μόνο αντιλαμβάνομαι ότι κρίθηκε από την πλευρά της Νομικής Υπηρεσίας ότι εκκρεμούσης της διαδικασίας ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, δεν θα έπρεπε να δοθούν οι φάκελοι για έλεγχο από την Ελεγκτική Υπηρεσία και να τρέχουν παράλληλα οι δύο διαδικασίες. Σε σχέση με τούτο εξέφρασα και δημόσια την άποψη μου, σύμφωνα με την οποία, για να εξουδετερωθεί εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ή κίνδυνος, θα μπορούσε να γίνεται ο παράλληλος έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία, με αποφυγή όμως δημοσιοποίησης οποιασδήποτε έκθεσης της, πριν την ολοκλήρωση του έργου της Ερευνητικής Επιτροπής. Υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση της Ερευνητικής Επιτροπής για το Συνεργατισμό, υπήρχε παράλληλος έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία, ο οποίος ήταν χρήσιμος και επικουρικός στο έργο της Επιτροπής.

Ερ.: Έχετε κάποιο σχόλιο σε σχέση με τη σημερινή «ηγεσία» στη Νομική Υπηρεσία. Έχουν διοριστεί Γενικός και Βοηθός Εισαγγελέας δύο τέως μέλη της Κυβέρνησης. Αυτό από μόνο του δεν εμποδίζει την ανεξαρτησία τους; Ιδιαίτερα όταν προκύπτουν θέματα που αφορούν τα πόστα που κατείχαν αλλά και γενικότερα ως κυβερνητικοί αξιωματούχοι;

Απ.: Παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι κατά το Σύνταγμα και ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργικού Συμβουλίου, της εκτελεστικής δηλαδή εξουσίας, δεν παύει να είναι ένας ανώτατος ανεξάρτητος κρατικός αξιωματούχος όπως το Σύνταγμα τον χαρακτηρίζει και να προϊσταται της επίσης ανεξάρτητης Νομικής Υπηρεσίας η οποία δεν υπάγεται σε κανένα άλλο όργανο ή θεσμό στη Δημοκρατία. Τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας επομένως, όσο και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελεως θα πρέπει να είναι, να φαίνονται ότι είναι και να ενεργούν ως ανεξάρτητοι αξιωματούχοι. Η δε ανεξαρτησία τους καταδεικνύεται, αναδεικνύεται και αποδεικνύεται μέσα από τις ενέργειες, πράξεις και αποφάσεις τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

Η απονομή δικαιοσύνης

Ερ.: Αυτό που απασχολεί τον απλό πολίτη είναι ότι, ενώ έχουν περάσει 8 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα του 2013, κανένας δεν έχει καταδικαστεί. Που βρίσκονταν οι υποθέσεις που ερευνούσαν η Νομική Υπηρεσία και οι ανακριτικές αρχές πριν αποχωρήσετε από τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα; -Κατέρρευσε ένα ολόκληρο τραπεζικό σύστημα, έκλεισε μία τράπεζα (Λαϊκή), πέρασε σε ξένα χέρια μια άλλη (Τρ. Κύπρου), κατέρρευσε ο Συνεργατισμός. Για όλα αυτά δεν υπάρχουν ένοχοι; -Θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα από όλη αυτή την ιστορία ή στο τέλος θα ξεχαστούν όλα μέσα στο χρόνο;

Απ.: Κατά την περίοδο της τελευταίας επταετίας, από το 2013, ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός το οποίο εξάγεται από αντικειμενικά στοιχεία και αριθμούς, και το οποίο συχνά βλέπουμε να επικαλείται και η κυβέρνηση, είναι ότι παρουσιάζεται ένας πρωτοφανής αριθμός περιπτώσεων κατά τις οποίες πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα όπως βουλευτές, δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, αξιωματούχοι κλπ, οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού και γενικότερου οικονομικού εγκλήματος. Αυτό το γεγονός οφείλεται στην αποτελεσματικότητα της στενής συνεργασίας ανακριτικών αρχών, Ελεγκτικής Υπηρεσίας, άλλων εποπτικών αρχών και της Γενικής Εισαγγελίας.

Ειδικότερα όμως αναφορικά με υποθέσεις που σχετίζονταν με την κατάρρευση της οικονομίας, θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:

-Σε σχέση με την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας και την τραγική κατάσταση στην οποία περιήλθε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα κατά το 2012 – 2013, να υπενθυμιστεί ότι είχε διοριστεί Ερευνητική Επιτροπή υπό τον κ. Γ. Πική η οποία και εξέδωσε πόρισμα καταλογίζοντας ξεκάθαρες ευθύνες σε δημόσια πρόσωπα, κρατικούς αξιωματούχους και τραπεζίτες.

-Σε σχέση με την κατάρρευση του Συνεργατισμού είχε διοριστεί Ερευνητική Επιτροπή υπό τον κ. Γ. Αρέστη, η οποία επίσης εξέδωσε ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο πόρισμα καταλογίζοντας ξεκάθαρα ευθύνες σε συγκεκριμένα και κατονομαζόμενα πρόσωπα.

Οι ευθύνες οι οποίες εξάγονται από τις έρευνες και τα πορίσματα και στις δύο περιπτώσεις, είναι ουσιαστικά τριών ειδών:

-Πολιτικές ευθύνες

-Ευθύνες αστικής φύσεως

-Ευθύνες ποινικής φύσεως.

Ως γενική παρατήρηση, μπορεί να λεχθεί ότι οι αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στην ανεπιθύμητη κατάσταση στην οποία περιήλθε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και η οικονομία της χώρας και συνακόλουθα οι αναλογούσες ευθύνες, είναι κατά κύριο λόγο πολιτικές. Πολιτικές ευθύνες οι οποίες αναδείχθηκαν ξεκάθαρα μέσα από τις έρευνες και τα πορίσματα, οι οποίες όμως δεν αναλήφθηκαν από κανένα. Αντίθετα, παρατηρήθηκε από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τον πολιτικό τους περίγυρο, μια προσπάθεια αποδόμησης των πορισμάτων και απαξίωσης των εγνωσμένου κύρους μελών των Ερευνητικών Επιτροπών. Παρατηρήθηκε επίσης και συνεχίζεται και μέχρι σήμερα μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού και βολικής μετατόπισης ευθυνών προς τον τομέα των ποινικών ερευνών, ωσάν να ήσαν μόνο ποινικές οι ευθύνες. Οι ποινικές όμως ευθύνες είναι ένα πολύ μικρό και περιορισμένο μέρος των ευθυνών για συγκεκριμένες ποινικά κολάσιμες πράξεις από τραπεζίτες, που πολύ δύσκολα μπορούν να στοιχειοθετηθούν και αποδειχθούν. Όσες υποθέσεις στοιχειοθετήθηκαν μέσω των αστυνομικών ποινικών ανακρίσεων, οδηγήθηκαν στα Κακουργιοδικεία. Για πρώτη φορά στα ιστορικά της Δημοκρατίας πρόεδροι και μέλη διοικητικών συμβουλίων των δύο μεγάλων τραπεζών οδηγήθηκαν στα ποινικά δικαστήρια. Κάποιοι καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν ή τους επιβλήθηκαν ψηλά πρόστιμα, κάποιοι αθωώθηκαν κατ΄έφεση και άλλοι πρωτόδικα. Σε σχέση με τον Συνεργατισμό, εκκρεμεί ακόμα η διερεύνηση του ενδεχομένου στοιχειοθέτησης αστικής και ποινικής φύσεως αδικημάτων.

Η περίπτωση Γιωρκάτζη

Ερ.: Μεταξύ των θεμάτων που κληθήκατε να εξετάσετε ήταν και η περίπτωση της κ. Γιωρκάτζη, τελικά η κ. Γιωρκάτζη ολοκλήρωσε τη θητεία της κανονικά. Αλήθεια ποιο είναι το παρασκήνιο σε αυτή την υπόθεση; Μήπως υποδείξατε στο προεδρικό ότι δεν υπάρχει θέμα και έκανε πίσω ή εσείς άλλα υποδείξατε κι άλλα έγιναν;

Απ.: Να υπενθυμιστεί εδώ για σκοπούς και αυτού του θέματος ότι, πέραν των εξουσιών του ως υπεύθυνου για όλες τις ποινικές διώξεις, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι και ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών. Λόγω αυτής ακριβώς της σχέσης, υπάρχει θέμα εμπιστευτικότητας μεταξύ των πιο πάνω επικοινωνιών, διαδικασιών και συμβουλών σε υπηρεσιακής φύσεως θέματα. Το μόνο το οποίο θα μπορούσα να επιβεβαιώσω σε σχέση με το θέμα της πρώην Διοικήτριας της Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτό που ήδη είχε δημοσιευτεί, σύμφωνα με το οποίο, πράγματι σε κάποιο στάδιο, με οδηγίες του Προεδρικού, εξετάζαμε ως Νομική Υπηρεσία το ενδεχόμενο στοιχειοθέτησης υπόθεσης ενώπιον του αρμόδιου Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την απόλυση της Διοικήτριας λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Αναφύηκαν στην πορεία διάφορες δυσκολίες που σχετίζονταν μεταξύ άλλων και με Ευρωπαϊκούς τραπεζικούς θεσμούς και τελικά κατόπιν νέων οδηγιών, η διαδικασία αυτή δεν προχώρησε.

Ερ.: Δεχθήκατε πυρά και από συγκεκριμένα ΜΜΕ τα οποία με κάθε ευκαιρία σας επέκριναν, αδίκως εκτιμάτε;

 Απ.: Όπως επανειλημμένα έχω δηλώσει, η καλόπιστη κριτική είναι πάντα και καλοδεχούμενη και εποικοδομητική, και δημόσια πρόσωπα όπως είναι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι οι οποίοι χειρίζονται σοβαρά θέματα που απασχολούν την κοινωνία, αναπόφευκτα και αναμενόμενα τυγχάνουν ακόμα και σκληρής κριτικής για τις πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις τους την οποία κριτική πρέπει να δέχονται και να λαμβάνουν υπόψιν. Πέραν τούτου όμως, κατά τη διάρκεια της θητείας μου, είχα καταστεί γνώστης αξιόπιστων, πέραν πάσης αμφιβολίας πληροφοριών, σύμφωνα με τις οποίες πίσω από συστηματική, όχι κριτική, αλλά ανελέητη πολεμική εστρέφετο και ακόμα στρέφεται με κάθε ευκαιρία εναντίον μου από δύο συγκεκριμένες εφημερίδες, κρύβεται πρόσωπο με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που συνδέεται με πολύκροτη υπόθεση διαφθοράς. Πρόκειται για μιά απαράδεκτη από κάθε άποψη συμπεριφορά η οποία δυστυχώς, τυγχάνει καλά γνωστή σε πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, πλην όμως γίνεται από όλους ανεκτή λόγω οικονομικών συμφερόντων. Η χειραγώγηση μερίδας του Τύπου από πρόσωπα ή οργανισμούς με μεγάλη οικονομική επιφάνεια είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στο έργο της καταπολέμησης της διαφθοράς και της διαπλοκής σ’ αυτή τη χώρα.

Της Ηρώς Ευθυμίου