You are here

Τζόζεφ Αντωνίου, Ελληνική: Αναγκαία η παρακολούθηση κινδύνων

11/06/2022 06:00

H παρατεταμένη πίεση σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας τα τελευταία δύο χρόνια, καταστούν αναγκαία την έγκαιρη και συνετή διαχείριση της κρίσης και των επικείμενων κινδύνων, όπως είχε γίνει και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αναφέρει ο Ανώτατος Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων της Ελληνικής Τράπεζας Τζόζεφ Αντωνίου.

Σε συνέντευξή του στη StockWatch, ο κ. Αντωνίου σημειώνει ότι σε αυτό το περιβάλλον, όπου αναμένεται συρρίκνωση στα εισοδήματα και στις ταμειακές ροές νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω του πληθωρισμού, ενώ τα επιτόκια ακολουθούν μια ανοδική πορεία, χρειάζεται προσοχή και σύνεση για την άρτια διαχείριση πιθανών πιστωτικών κινδύνων και την ελαχιστοποίηση νέων μη Εξυπηρετούμενων δανείων.

Σημειώνει ότι στις κρίσιμες αυτές περιόδους, ο τραπεζικός τομέας έχει να επιτελέσει σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των βιώσιμων επιχειρήσεων και για μια υγιή οικονομική ανάπτυξη.

«Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το περιβάλλον (όπως οι κλιματικές αλλαγές), την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG), καθώς και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή τους, περιλαμβάνονται πλέον υποχρεωτικά ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες και προκλήσεις για τις κυβερνήσεις, τις οικονομίες και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα», αναφέρει.

Ο κ. Αντωνίου σημειώνει ακόμη ότι οι κρίσεις δημιουργούν και ευκαιρίες για προσέλκυση εταιρειών που αφορούν κυρίως τους αναδυόμενους τομείς όπως είναι η Τεχνολογία και Επικοινωνία (ICT), ο Τομέας της Υγείας και της Εκπαίδευσης και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Αναφέρει ότι οι επιπτώσεις του Ουκρανικού αναπόφευκτα έφεραν ένα ντόμινο διεθνών εξελίξεων που επηρέασαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως και την κυπριακή οικονομία, παρ’ όλα αυτά αναμένεται μια επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάκαμψης μετά τον COVID, παρά μια νέα οικονομική ύφεση.

Όσον αφορά τον τουρισμό, επισημαίνει ότι ο τομέας παρουσιάζει αρκετά ενθαρρυντικά μηνύματα φέτος, με αυξημένες αφίξεις από Αγγλία και Σκανδιναβία αλλά και από καινούργιες αγορές (πχ. Γαλλία, Ελβετία και Πολωνία), επιτρέποντας συγκρατημένη αισιοδοξία.

Η συνέντευξη

Ερ.: Κύριε Αντωνίου, πείτε μας λίγα λόγια για την πορεία σας μέχρι να αναλάβετε την υπηρεσία Διαχείρισης Κινδύνων της Ελληνικής Τράπεζας.

Απ.: Από το 2007 ως το 2017 εργάστηκα σε διάφορους διεθνείς Τραπεζικούς Οργανισμούς στο Λονδίνο, μεταξύ των οποίων στην Ernst & Young στον τομέα των Επενδύσεων όπου συμπλήρωσα το Qualification του Chartered Accountant. Το 2010 εντάχθηκα στην Royal Bank of Scotland (RBS), ως Διευθυντής σε διάφορους ρόλους Στρατηγικής, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ομίλου και παράλληλα συμπλήρωσα το Executive MBA στο πανεπιστήμιο τoυ Cambridge (Judge Business School).

Το 2014 ανέλαβα ως Ανώτερος Διευθυντής Χαρτοφυλακίου στην HSBC Ευρώπης, εστιάζοντας σε θέματα διαχείρισης κίνδυνων της τράπεζας σε 19 αγορές στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια. Τον Αύγουστο του 2017, εντάχθηκα στον Όμιλο της Ελληνικής Τράπεζας αναλαμβάνοντας τη Διεύθυνση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιχειρησιακών Κινδύνων & Διακυβέρνησης.

Το 2020 διορίστηκα Ανώτατος Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων του Ομίλου και χαίρομαι επειδή μπορώ να εφαρμόσω βέλτιστες και προοδευτικές πρακτικές διαχείρισης κίνδυνων που αποκόμισα από την HSBC και την RBS στην Ελληνική Τράπεζα, μέσω του υφιστάμενου ρολού μου. 

Ερ.: Πόσο αποτελεσματική κρίνετε τη μέχρι στιγμής αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ουκρανικού στην κυπριακή οικονομία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα;

Απ.: Οι επιπτώσεις του Ουκρανικού αναπόφευκτα έφεραν ένα ντόμινο διεθνών εξελίξεων που επηρέασαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως και την κυπριακή οικονομία. Αυτό θα έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα μια επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάκαμψης, μετά τον COVID, παρά μια οικονομική ύφεση.

Παρόλο που η βιωσιμότητα αρκετών ρωσικών εταιρειών στην Κύπρο επηρεάστηκε από την περιορισμένη διαθεσιμότητα τους σε ρευστό, λόγω της παγοποίησης των συναλλαγών με τη Ρωσία, οι κυπριακοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν πλέον μικρή έως και μηδενική έκθεση σε κίνδυνους άμεσα συνδεδεμένους με τη Ρωσία.

Ωστόσο, υπάρχει έκθεση σε έμμεσους κινδύνους, σε τομείς όπως ο τουρισμός και ο κατασκευαστικός τομέας.

Συγκεκριμένα, ο κατασκευαστικός τομέας αναμένεται ότι θα επηρεαστεί λόγω του Ουκρανικού ζητήματος από την απότομη κλιμάκωση του κόστους στις κατασκευές, κυρίως λόγω διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα και αυξήσεων στα μεταφορικά ναύλα, τα οποία δύναται να επηρεάσουν τη ζήτηση για νέα κατασκευαστικά έργα.

Ενδεχομένως αυτό να έχει έναν ανασταλτικό ρόλο αλλά και να σπρώξει την αγορά προς τις μικρότερες κατασκευές (πχ. διαμερίσματα) λαμβάνοντας υπόψη και τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στον ΦΠΑ για αγορά πρώτης κατοικίας.

Το luxury property market αναμένεται να αντιμετωπίσει πιέσεις μετά την «απώλεια» της ρωσικής αγοράς, αλλά το θετικό είναι ότι ο συγκεκριμένος τομέας είχε ήδη αρχίσει να αναπροσαρμόζεται στα νέα δεδομένα μετά την παύση του Κυπριακού Επενδυτικού Σχεδίου.

Όσον αφορά τον τουρισμό, ο τομέας παρουσιάζει αρκετά ενθαρρυντικά μηνύματα φέτος, με αυξημένες αφίξεις από Αγγλία και Σκανδιναβία αλλά και από καινούργιες αγορές (πχ. Γαλλία, Ελβετία και Πολωνία), επιτρέποντας συγκρατημένη αισιοδοξία.

Οι συντονισμένες προσπάθειες του τραπεζικού συστήματος, του κυπριακού κράτους και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατέδειξαν έγκαιρα και αποτελεσματικά μέτρα στην αντιμετώπιση των πρώτων επιπτώσεων από το Ουκρανικό, περιορίζοντας τον αντίκτυπο από οποιαδήποτε άμεση έκθεση, ενώ οποιαδήποτε έμμεση επίπτωση θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης και τον αντίκτυπό της στην κυπριακή οικονομία.

Παράλληλα, όπως καλά γνωρίζουμε, οι κρίσεις συνοδεύονται και από ευκαιρίες τις οποίες οφείλουμε να αναλύουμε και να αξιοποιούμε κατάλληλα, όπως για παράδειγμα η προσέλευση αρκετών ξένων εταιρειών στην Κύπρο κυρίως στους αναδυόμενους τομείς όπως είναι η Τεχνολογία και Επικοινωνία (ICT), ο Τομέας της Υγείας και της Εκπαίδευσης και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Ερ.: Υπάρχουν ζητήματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα, τόσο σε σχέση με τις ευρύτερες επιπτώσεις, όσο και σε σχέση με την εφαρμογή των αντι-ρωσικών κυρώσεων, τα οποία πρέπει να τύχουν χειρισμού;

Απ.: Δεν υπάρχουν ιδιαίτερα ζητήματα που εκκρεμούν άμεσα σε σχέση με την εφαρμογή των αντι-ρωσικών κυρώσεων.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξελίξεις είναι καθημερινές, τα μέτρα που λαμβάνονται επανεξετάζονται συνεχώς, μελετώντας ταυτόχρονα τους πιθανούς έμμεσους ή άμεσους κινδύνους και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην κυπριακή οικονομία.

Το μέγεθος των επιπτώσεων συνδέεται άρρηκτα με τη διάρκεια και το σαφή προσδιορισμό της έντασης της κρίσης. Παρόλα αυτά, οι μεγάλες κυπριακές τράπεζες θεωρώ πως διαθέτουν σήμερα την ικανότητα να απορροφήσουν τυχόν επιπλέον κραδασμούς.

Οι τράπεζες πρέπει να προχωρούν έγκαιρα και αποτελεσματικά στη λήψη αναγκαίων μέτρων και ενεργειών έτσι ώστε, ανάλογα με τις αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον τους, να παραμείνουν δυνατές και να μπορούν να εξυπηρετούν τους πελάτες τους με τον καλύτερο τρόπο.

Ερ.: Πώς επηρεάζει τους κινδύνους για την οικονομία και τις τράπεζες η άνοδος του πληθωρισμού και πώς μπορεί να αντιδράσει ο τραπεζικός τομέας;

Απ.: Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθωρισμού προέρχεται από την άνοδο στις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και άλλων εισαγόμενων προϊόντων (όπως σιτηρών, λιπασμάτων και ηλιέλαιου), η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών στην Κύπρο πλήττεται, με ανασταλτική επίδραση στη γενικότερη οικονομία.

Φυσικά, αυτό αναμένεται να τύχει ανάλογου χειρισμού από τις εποπτικές αρχές μέσω αναθεωρήσεων των νομισματικών πολιτικών και ενδεχόμενων αυξήσεων στα επιτόκια και κατ’ επέκταση στην τιμολόγηση δανειακών προϊόντων, ως αντιστάθμισμα στις πληθωριστικές πιέσεις, αντικατοπτρίζοντας το νέο πλαίσιο κινδύνων στην αγορά.

Σε αυτό το περιβάλλον, όπου αναμένεται συρρίκνωση στα εισοδήματα και τις ταμειακές ροές νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ τα επιτόκια ακολουθούν μια ανοδική πορεία, χρειάζεται προσοχή και σύνεση για την άρτια διαχείριση πιθανών πιστωτικών κινδύνων και την ελαχιστοποίηση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Παρόλο που ο ευρύτερος τραπεζικός τομέας παρουσιάζει βελτιωμένη ανθεκτικότητα και χρηματοοικονομική υγεία σε σχέση με το παρελθόν, η παρατεταμένη πίεση σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας τα τελευταία 2 χρόνια, καταστούν αναγκαία την έγκαιρη και συνετή διαχείριση της κρίσης και των επικείμενων κινδύνων, όπως είχε γίνει και κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Στις κρίσιμες αυτές περιόδους, ο τραπεζικός τομέας έχει να επιτελέσει σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των βιώσιμων επιχειρήσεων και για μια υγιή οικονομική ανάπτυξη.

Ερ.: Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει πρόοδο στη μείωση των ΜΕΔ τους. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας σημαντικός αριθμός ΜΕΔ. Ποια η γνώμη σας για τη σημερινή κατάσταση στο τραπεζικό μας σύστημα ;

Απ.: Είναι ευρέως γνωστό ότι ένας από τους κυριότερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι κυπριακές τράπεζες είναι ο κίνδυνος από τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια.

Ο κίνδυνος αυτός έγινε ακόμη πιο έντονος μετά και από τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19, αλλά και γενικότερα από τα οικονομικά σοκ των τελευταίων 2 ετών και είναι σημαντικό, όπως ενδείκνυται και από την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να συνεχίσουν οι προσπάθειες για ενδυνάμωση των νομοθετικών πλαισίων και εργαλείων για απομόχλευση των ΜΕΔ.

Παρόλα αυτά, υπήρξε σημαντική βελτίωση αναφορικά με την έκθεση των κυπριακών τραπεζών σε ΜΕΔ, κυρίως μέσω πωλήσεων σε εταιρείες διαχείρισης και εξαγοράς ΜΕΔ.

Συγκεκριμένα, η Ελληνική Τράπεζα μετά από συντονισμένες ενέργειες για μια συνετή διαχείριση του πιστωτικού της κινδύνου, παρουσιάζει πλέον έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ΜΕΔ στη Νότια Ευρώπη (NPL Ratio 3.6%, excluding Asset Protection Scheme), μετά και από την πώληση του μη εξυπηρετούμενου χαρτοφυλακίου, καθώς επίσης και έναν πολύ χαμηλό δείκτη αθέτησης για νέο δανεισμό (default rate 0.6%, για δανεισμό που δόθηκε από το 2017 και έπειτα), ενώ ταυτόχρονα εξερευνά συνεχώς τις επιλογές της για περαιτέρω ενδυνάμωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου της.

Ερ.: Πόσο σημαντική είναι για τον κυπριακό χρηματοπιστωτικό τομέα η δημιουργία θετικής εμπειρίας στους πελάτες κατά την εξυπηρέτηση τους;

Απ.: Οι ανάγκες, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις των πελατών, σχετικά με την εξυπηρέτησή τους από τις τράπεζες, έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζουν να αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς.

Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την εμπειρία πελατών όπως η πώληση, η εξυπηρέτηση και η υποστήριξη, διαχρονικά απαιτούσαν ανθρώπινη επαφή, όμως πλέον βρίσκονται κυριολεκτικά στο χέρι μας και βιώνονται μέσω ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου.

Λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές αυτές αλλαγές στην καθημερινότητα, η διατήρηση και βελτίωση της πελατοκεντρικότητας στον τραπεζικό τομέα είναι εξαιρετικά σημαντική αφού οι Τράπεζες έχουν ως στόχο την άμεση ανταπόκριση στα διάφορα αιτήματα των πελατών και την επίλυση οποιωνδήποτε προβλημάτων σε πραγματικό χρόνο, αλλά και την αντιμετώπιση του μεγάλου ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

Άλλωστε, η τραπεζική ως υπηρεσία βασίζεται στη δημιουργία και διατήρηση άριστων πελατειακών σχέσεων, συνεπώς η πελατοκεντρικότητα είναι το κλειδί για μια ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης.

Ερ.: Ένας από τους νέους και μεγαλύτερους κινδύνους στους οποίους γίνεται αναφορά είναι οι κλιματικοί κίνδυνοι και οι επιπτώσεις τους στο τραπεζικό πεδίο. Εξηγήστε μας ποια η σχέση μεταξύ τους. Είναι προετοιμασμένος ο κυπριακός τραπεζικός τομέας για αυτούς τους κινδύνους;

Απ.: Είναι ευρέως αποδεκτό πως τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη μας εμφανίζονται με αυξητικές και εντονότερες τάσεις εδώ και αρκετό καιρό, επηρεάζοντας την καθημερινότητα μας σε όλους τους τομείς.

Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το περιβάλλον (όπως οι κλιματικές αλλαγές), την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG), καθώς και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή τους, περιλαμβάνονται πλέον υποχρεωτικά ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες και προκλήσεις για τις κυβερνήσεις, τις οικονομίες και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Άμεσος κίνδυνος για παράδειγμα μπορεί να προκύψει όταν η Τράπεζα παίρνει μια εμπορική γη ως εξασφάλιση για ένα δάνειο και αυτή η γη χάνει την αξία της λόγω φυσικών καταστροφών από την κλιματική αλλαγή ή εξαιτίας μιας περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Επίσης, ο πιστωτικός κίνδυνος για μια τράπεζα μπορεί να αυξηθεί όταν επηρεάζεται η πιστοληπτική ικανότητα ενός δανειολήπτη με έμμεσο τρόπο. Δηλαδή, μια επιχείρηση μπορεί να επωμισθεί επιπρόσθετα κόστη για την αναβάθμιση των λειτουργιών της ώστε να πληροί συγκεκριμένα περιβαλλοντικά κριτήρια με αποτέλεσμα να μειωθεί η πιστοληπτική της ικανότητα και να αυξηθεί ο πιστωτικός κίνδυνος για την τράπεζα.

Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, οι τράπεζες οφείλουν να δρουν σε πολλαπλά μέτωπα έτσι ώστε να διαχειρίζονται τα δικά τους χρηματοοικονομικά ανοίγματα και να βοηθούν στη χρηματοδότηση μιας βιώσιμης ατζέντας, στοχεύοντας σε μια άριστη διαχείριση των κινδύνων που προέρχονται από το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG).

Στον τομέα της πράσινης χρηματοδότησης, η Ελληνική Τράπεζα, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες των πελατών της και λαμβάνοντας έμπρακτα υπόψη τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, έχει ήδη χρηματοδοτήσει μεγάλα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καθώς και πράσινα επενδυτικά πλάνα επιχειρήσεων στην Κύπρο με πάνω από €300 εκατ. κατά την περίοδο 2020-2021.

Όσον αφορά «πράσινα προϊόντα», η Ελληνική Τράπεζα είναι η πρώτη επιτόπια Τράπεζα που προχωρά, εντός ημέρων, στην παραχώρηση ευνοϊκότερης τιμολόγησης στεγαστικών δανείων για αγορά/ ανέγερση «πράσινης κατοικίας» πέραν της ανακαίνισης/ ενεργειακής αναβάθμισης υφιστάμενης κατοικίας αλλά και χαμηλότερο επιτόκιο για τη χρηματοδότηση ηλεκτρικών/ υβριδικών αυτοκινήτων καθώς και έκπτωση στην ασφάλιση τέτοιων οχημάτων μέσω της Παγκυπριακής Ασφαλιστικής.

Ερ.: Πόσο σημαντικοί είναι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση και το κυβερνο-έγκλημα και πόσο επηρεάζουν τις κυπριακές τράπεζες ;

Απ.: Οι ραγδαίες αλλαγές στον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, λόγω της διευρυμένης χρήσης του διαδικτύου και της ανάπτυξης της τεχνολογίας, οδήγησαν στον ψηφιακό μετασχηματισμό πολλών τραπεζικών εργασιών στην Κύπρο.

Συνεπώς, οι κυπριακές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν το ολοένα και αυξανόμενο κυβερνο-έγκλημα, τις δυσλειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων λόγω της αυξανόμενης πολυπλοκότητας τους, τις αλλαγές εξαιτίας της νέας ψηφιακής τραπεζικής και του αντίστοιχου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, καθώς και τη διαχείριση των πολύπλοκων ρυθμιστικών και κανονιστικών πλαισίων που αφορούν την ηλεκτρονική και ψηφιακή διακυβέρνηση των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Η παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών στους πελάτες, απαιτεί την ανάπτυξη της ψηφιακής τραπεζικής η οποία συνεπάγεται και με νέους σημαντικούς κινδύνους. Ωστόσο, κάθε αναδυόμενος κίνδυνος είναι και μια σημαντική ευκαιρία για την ενδυνάμωση και ανάπτυξη των κυπριακών τραπεζών και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Της Γεωργίας Χαννή