You are here

Το μετέωρο βήμα των τραπεζών στη νέα κρίση

04/04/2020 21:00

Με ικανοποιητικά κεφάλαια και μεγάλη ρευστότητα μπήκαν στη νέα κρίση οι τράπεζες, ευελπιστώντας ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση, αυτή τη φορά θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις πρωτοφανείς συνθήκες και συνέπειες που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού.

Οι τράπεζες ξεκίνησαν την κρίση του 2008 με υψηλή ρευστότητα, η οποία εξανεμίστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, όταν αποδείχθηκε ότι τα σχετικά μικρά κεφαλαιακά τους αποθέματα, στηρίζονταν σε ανεπαρκείς εκτιμήσεις για επισφάλειες.

Μέχρι το 2013, η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών είχε εξανεμιστεί και η Λαϊκή Τράπεζα λειτουργούσε το 2012 με αρνητικά κεφάλαια ενώ η Τρ. Κύπρου στήριζε την κεφαλαιακή της υπόσταση σε υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις ότι τα δάνεια που παραχώρησε σε Κύπρο και Ελλάδα θα είχαν μικρές, μόνο, απώλειες.

Το 2013 οι τράπεζες είχαν έλλειμμα ρευστότητας €4,9 δισ., δηλαδή τα δάνεια ξεπερνούσαν τις καταθέσεις.

Με τις σχετικά αισιόδοξες, όπως αποδείχθηκαν, προβλέψεις της Pimco, ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών μόλις που έφτανε το 6,7%.

Καλύτερη η κατάσταση σήμερα

Σήμερα, η κρίση του κορωνοϊού βρίσκει σε καλύτερη κατάσταση τις τράπεζες με ρευστότητα που πλησιάζει τα €15 δισ. και δείκτη κεφαλαίων 16,6%.

Οι επόπτες φαίνεται να έμαθαν αρκετά από την προηγούμενη κρίση και αυτή τη φορά χαλάρωσαν αμέσως τις κεφαλαιακές εποπτικές απαιτήσεις, απελευθερώνοντας κεφάλαια που, στην περίπτωση της Κύπρου, αντιστοιχούν με €1,4 δισ. και πολλαπλάσιο δανεισμό.

Το ερώτημα, όμως, είναι ποια θα είναι η στάση των εποπτών μετά το τέλος της κρίσης, όταν τα συσσωρευμένα προβλήματα με χρεώστες, θα επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τους ήδη βεβαρημένους – με προβληματικά δάνεια – ισολογισμούς των κυπριακών τραπεζών.

Διαφορετικά τα δεδομένα

Ο διευθυντής της υπηρεσίας οικονομικών ερευνών της Τρ. Κύπρου Ιωάννης Τιρκίδης αναφέρει στη StockWatch ότι τα θεμελιώδη δεδομένα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος σήμερα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα του 2013.

«Το δανειακό χαρτοφυλάκιο έχει μειωθεί σε επίπεδα συμβατά με το μέγεθος της οικονομίας», αναφέρει.

«Τα επίπεδα των καταθέσεων είναι πολύ ικανοποιητικά, δημιουργούν μεν πλεονασματική ρευστότητα, αποτελούν όμως δείκτη εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό μας σύστημα. Οι δείκτες κεφαλαίων βρίσκονται σε ψηλά επίπεδα επάρκειας που επιτρέπουν στις τράπεζες να αντιμετωπίσουν αντιξοότητες στο οικονομικό περιβάλλον αλλά και να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις για τον τεχνολογικό μετασχηματισμό τους», σημειώνει.

Σύμφωνα με τον κ. Τιρκίδη, η κερδοφορία είναι χαμηλή κάτι που δεν ικανοποιεί, αντανακλά όμως τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες που δεν είναι πια απολύτως εσωτερικές αλλά συμβαδίζουν με τα δρώμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη όπου και εκεί οι τράπεζες αντιμετωπίζουν την ίδια πρόκληση.   

Δεν επαρκούν τα κεφάλαια

Ο οικονομολόγος Μάριος Κληρίδης σημειώνει ότι από το 2013 μέχρι και σήμερα ο τραπεζικός τομέας έχει συρρικνωθεί αρκετά και έχει μείνει σχεδόν ο μισός.

«Σε σχέση με το 2013, ο τραπεζικός τομέας έχει μεγάλη ρευστότητα  αντί ελλειμμάτων ενώ και τα κεφάλαια τους είναι αυξημένα», αναφέρει.

Ωστόσο, τονίζει, τα αυξημένα κεφάλαια δεν σημαίνει ότι είναι και επαρκή για να αντιμετωπίσουν την κρίση του κορωνοϊού.

«Οι τράπεζες έχουν τη ρευστότητα να δανείσουν αλλά δεν έχουν επαρκή κεφάλαια για να απορροφήσουν τυχόν μεγάλες ζημιές από την κρίση του κορωνοϊού ή από τα νέα δάνεια που θα δώσουν», επισημαίνει.

Ο κ. Κληρίδης σημειώνει ότι η επικερδότητα των τραπεζών είναι οριακή σε αντίθεση με τις μεγάλες ζημιές του 2013 αλλά εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ζημιές επηρεάζοντας αρνητικά τα κεφάλαια.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, οι κυπριακές τράπεζες καταγράφουν κέρδη €107 εκ. έναντι ζημιών €1,5 δισ. το 2013.

Τα χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας επηρεάζονται τα τελευταία χρόνια από τη μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων και τις προβλέψεις.  Τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, που ξεπέρασαν το €1 δισ.το 2019, αναμένεται να συρρικνωθούν σημαντικά από τη μαζική αναστολή τόκων που επιβλήθηκε στον τραπεζικό τομέα μέχρι το τέλος του έτους και από την οποία αναμένεται να προκύψουν ανάλογες απώλειες.

Της Γεωργίας Χαννή