You are here

Φορτώνονται ακίνητα οι τράπεζες

05/02/2020 07:18

Με ολοένα και περισσότερα ακίνητα φορτώνουν οι τράπεζες τους ισολογισμούς τους από αποτυχημένες εκποιήσεις, σύμφωνα με νέα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, που δείχνουν ότι περίπου ένα στα τρία ακίνητα που μπαίνουν σε πλειστηριασμό αγοράζονται τελικά από τις ίδιες τις τράπεζες.

Με βάση τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, από το σύνολο των 10.590 ειδοποιήσεων για πλειστηριασμό ακινήτου που έχουν επιδοθεί, 949 ακίνητα αποκτήθηκαν από τους ενυπόθηκους δανειστές μετά την αποτυχία της διαδικασίας πρώτου πλειστηριασμού.  Το ποσοστό των υπό εκποίηση ακινήτων που καταλήγουν με αυτό τον τρόπο στις τράπεζες έχει αυξηθεί σημαντικά.

Το 2018 μόλις 9% των υπό εκποίηση ακινήτων αγοράστηκε τελικά από τις τράπεζες ενώ το 2019 το ποσοστό αυτό πλησιάζει το 30%.

Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, τα δεδομένα αποτελούν ένδειξη περιορισμένης αποδοτικότητας του πλαισίου εκποιήσεων, καθώς οι τράπεζες φαίνεται να προχωρούν στις αγορές ακινήτων έτσι ώστε να κλείσουν υποθέσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις οποίες δεν έχει επιτευχθεί άλλη λύση.

Η αγορά των ακινήτων από τράπεζες, είναι ένα από τα εργαλεία που προσφέρει το νομικό πλαίσιο στους ενυπόθηκους δανειστές το οποίο μπορεί όπως φαίνεται, να λειτουργήσει ως μια λύση σε περιπτώσεις ενυπόθηκων δανείων που δεν εξυπηρετούνται και δεν αναδιαρθρώνονται και για τις οποίες οι διαδικασίες εκποίησης ακινήτων δεν φέρουν αποτέλεσμα, δηλαδή δεν υπάρχουν άλλοι αγοραστές.

Πότε ανοίγει η πόρτα για απόκτηση ακινήτων από τράπεζες

Σε ότι αφορά τη διαδικασία πλειστηριασμών, σύμφωνα με την νομοθεσία η αρχική προσπάθεια για πώληση ενυπόθηκου ακινήτου διενεργείται από τον ενυπόθηκο δανειστή μόνο με πλειστηριασμό, στον οποίο εφαρμόζεται επιφυλασσόμενη τιμή πώλησης, όχι μικρότερη του ογδόντα τοις εκατόν (80%) της αγοραίας αξίας του ακινήτου.

Σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός δεν καταλήξει σε πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω προσπάθειες πώλησης του ακινήτου.

Για περίοδο τριών (3) μηνών από την ολοκλήρωση του πρώτου πλειστηριασμού καθορίζεται επιφυλασσόμενη τιμή, όχι μικρότερη του ογδόντα τοις εκατό (80%) της αγοραίας αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ανεξάρτητα από τη μέθοδο πώλησής του, και για την επόμενη περίοδο τριών (3) μηνών, μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου των πρώτων τριών (3) μηνών, εφαρμόζεται επιφυλασσόμενη τιμή, όχι μικρότερη του πενήντα τοις εκατό (50%) της αγοραίας αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

Με βάση τον περί μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως νόμο, σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος δανειστής δεν πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο εντός χρονικής περιόδου έξι (6) μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας του πρώτου πλειστηριασμού, τότε ο ενυπόθηκος δανειστής, δηλαδή η τράπεζα, έχει την επιλογή να αγοράσει το ενυπόθηκο ακίνητο στην αγοραία αξία του βάσει της τελευταίας εκτίμησης που διενεργήθηκε ή με εξ υπαρχής διεξαγωγή διαδικασίας εκτίμησης του.

Ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να συνεχίσει τις προσπάθειες πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς επιφυλασσόμενη τιμή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Χαμπή