You are here

Κ. Ηροδότου: Δεν αποκλείεται περαιτέρω ενοποίηση τραπεζικού τομέα

06/12/2021 10:00

Ανοικτό αφήνει το ενδεχόμενο περαιτέρω «ενοποίησης» του τραπεζικού τομέα, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνος Ηροδότου.

Στην ομιλία του στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, ο κ. Ηροδότου, αναλύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, σημειώνοντας ότι στη βάση των εν λόγω προκλήσεων «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μία ενδεχόμενη περαιτέρω ενοποίηση του τραπεζικού μας τομέα».

Σε σχέση με τις προκλήσεις, σημειώνει ότι κατά το 2021 ο τραπεζικός τομέας βρέθηκε αντιμέτωπος με τις προκλήσεις που είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη τραπεζική κρίση αλλά και με τις πρόσθετες προκλήσεις που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της πανδημίας.

Ειδικότερα σε ότι αφορά το τέλος του μορατόριουμ δόσεων, σημειώνει ότι η εννεάμηνη περίοδος έληξε στο τέλος Δεκεμβρίου 2020. «Ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω δάνεια ανήλθαν γύρω στα €11,8 δισ., γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η πρόκληση για αντιμετώπιση νέων αιτήσεων αναδιαρθρώσεων μέσα στο 2021 και η αντιμετώπιση ενδεχόμενου νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) ήταν εμφανής και πρωτοφανής», αναφέρει.

Αύξηση 400% στις αναδιαρθρώσεις

Επικαλούμενος στοιχεία για τις πιστωτικές διευκολύνσεις που έτυχαν αναδιάρθρωσης, αναφέρει πως ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων της ΚΤ παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση αναδιαρθρώσεων για το πρώτο εξάμηνο του 2021 σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020.

Συγκεκριμένα, οι πιστωτικές διευκολύνσεις που έτυχαν αναδιάρθρωσης το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σύμφωνα με τον κ. Ηροδότου, σε €1,4 δισ. σε σχέση με €0,27 δισ. κατά την αντίστοιχη περσινή περίοδο, με το ποσοστό της αύξησης να ανέρχεται πέραν του 400%.

Αποπληρωμές δανείων μετά το μορατόριουμ

Ο κ. Ηροδότου, αναφέρει επιπρόσθετα, ότι η ΚΤΚ ανάπτυξε τα κατάλληλα εργαλεία για τη συλλογή στοιχείων και παρακολούθησης της πορείας των χορηγήσεων που η αποπληρωμή τους θα έπρεπε να επανεκκινήσει μέσα στο 2021 λόγω της λήξης του μορατορίου πληρωμών.

«Τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι θετικά δεδομένου ότι το ποσοστό των νέων δανείων από αυτά που ήταν ενταγμένα κάτω από το μορατόριο και τα οποία έχουν καταστεί ΜΕΧ είναι λίγο πιο κάτω από το 3%», σημειώνει, τονίζοντας ότι λόγω της συνεχιζόμενης πανδημίας «θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί και να βρισκόμαστε σε κατάσταση ετοιμότητας».

Βαρίδι οι υφιστάμενες μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις

Πέραν των οποιωνδήποτε νέων ΜΕΧ, ο κ. Ηροδότου, σημειώνει ότι «η ύπαρξη των υφιστάμενων ΜΕΧ συνεχίζει να αποτελεί βαρίδι για τους ισολογισμούς των τραπεζικών μας ιδρυμάτων, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί και τη μείωση των ΜΕΧ σε επίπεδα γύρω στα €4,6 δισ. το τέλος Αυγούστου 2021 και ακόμη κοντά στα €4 δισ. αν λάβουμε υπόψη και την τελευταία ανακοίνωση της Τράπεζας Κύπρου για πώληση ΜΕΧ ύψους €0,6 εκατ. περίπου».

Ο δείκτης των ΜΕΧ, όπως αναφέρει, ανέρχεται στο 17% σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος, και, παρά τη μεγάλη του μείωση, είναι ακόμα σημαντικά ψηλότερος από το μέσο όρο της ΕΕ (2% περίπου).

Σε μεμονωμένες τράπεζες η μείωση των ΜΕΧ

Στην ομιλία του τονίζει παράλληλα, ότι η μείωση των ΜΕΧ καταγράφηκε σε μεμονωμένο αριθμό τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ τα πλείστα τραπεζικά ιδρύματα «δεν έχουν επιδείξει σημαντική πρόοδο και συνεπώς θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειες τους για μείωση του κινδύνου στους ισολογισμούς τους», επεσήμανε.

Σημειώνει ακόμα, ότι μεγάλο μέρος της μείωσης των ΜΕΧ απορροφήθηκε από τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ), οι οποίες διέπονται από τον περί αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων και για συναφή θέματα νόμο.

Όπως υποδεικνύει, θα πρέπει επίσης να εφαρμόζουν τον κώδικα συμπεριφοράς για το Χειρισμό Δανειοληπτών που Αντιμετωπίζουν Οικονομικές Δυσκολίες και την Οδηγία της ΚΤΚ λαμβάνοντας υπόψιν την αρχή της αναλογικότητας ενώ, υποχρεούνται να αξιολογούν τη Στρατηγική Διαχείρισης Καθυστερήσεων τους και να υποβάλλουν την αναθεωρημένη Στρατηγική στην ΚΤΚ ανά εξάμηνο.

Ο κ. Ηροδότου αναφέρεται παράλληλα, στη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών, την οποία αποδίδει στο υφιστάμενο περιβάλλον και τον ανταγωνισμό από τα ιδρύματα πληρωμών. Αυτά όπως αναφέρει, «δημιουργούν την ανάγκη για αύξηση της αποτελεσματικότητας τους, ενώ η αναπροσαρμογή του επιχειρηματικού τους μοντέλου είναι αναγκαία».

«Μέσα στα πλαίσια αυτά, τίθεται και η ανάγκη για επένδυση στην ψηφιοποίηση, η οποία βραχυπρόθεσμα κοστίζει, ενώ τα οφέλη παρουσιάζονται σταδιακά μεν, αλλά ουσιαστικά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», τονίζει.

Κλιματικοί κίνδυνοι για τράπεζες και οικονομία

Επιπρόσθετα αναφέρεται στους κινδύνους που ο τραπεζικός τομέας και η οικονομία της χώρας γενικότερα ενδέχεται να αντιμετωπίσει ένεκα της κλιματικής αλλαγής. «Αυτοί οι κίνδυνοι δεν αφορούν βεβαίως μόνο τον τραπεζικό μας τομέα αλλά ίσως τους περισσότερους τομείς της οικονομίας μας και αποτελούν όχι μόνο κυπριακό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο», επισημαίνει.

Οι υπό αναφορά κίνδυνοι όπως αναφέρει, διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

α) στα αυξημένα κόστη που πιθανό να προκύψουν από τις πολιτικές που ίσως εφαρμοστούν για στροφή προς την πράσινη οικονομία, (όπως για παράδειγμα φορολόγηση επιχειρήσεων για υψηλή εκπομπή ρύπων, αντικατάσταση εξοπλισμού φιλικού προς το περιβάλλον, μη συμφέρουσες οικονομικά παραγωγικές μονάδες) και

β) στις αρνητικές επιπτώσεις από ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές, ξηρασία και πλημμύρες.

Υποδεικνύει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ετοιμαστούν κατάλληλα για να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και να επιμετρούν την έκθεσή τους από τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και του περιβάλλοντος και στη βάση αυτών να λαμβάνουν συγκεκριμένες και στοχευμένες αποφάσεις έγκαιρα.

«Ο συγκεκριμένος κίνδυνος ίσως να ακούγεται πρωτόγνωρος και πρωτοφανής, όμως η μετάβαση προς μια οικονομία φιλική προς το περιβάλλον είναι η μόνη επιλογή για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης», τονίζει.

Της Μαρίας Χαμπή