You are here

Νέα δεδομένα στις ποινικές έρευνες για οικονομία

13/09/2018 06:14

Στο κενό φαίνεται να πέφτουν οι έρευνες για την οικονομία και ειδικότερα η στοιχειοθέτηση ποινικών αδικημάτων σε βάρος όσων βρέθηκαν σε θέσεις κλειδιά στον τραπεζικό τομέα την περίοδο πριν την κατάρρευση και το bail-in του 2013.

Η χθεσινή απόφαση της πλειοψηφίας του ανωτάτου δικαστηρίου να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση και να αθωώσει τον πρώην CEO της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέα Ηλιάδη και την Τρ. Κύπρου δημιουργεί νέα δικαστικά δεδομένα που ενδεχομένως να αποτελέσουν τροχοπέδη στην πολύχρονη και πολυδάπανη προσπάθεια της νομικής υπηρεσίας να θέσει ενώπιον της δικαιοσύνης όσους θεωρεί υπαίτιους του οικονομικού εγκλήματος.

Με την αθώωση του κ. Ηλιάδη, έχει ουσιαστικά καταρρεύσει το ποινικό κατηγορητήριο κατά στελεχών της Τρ. Κύπρου, αφού η άλλη ποινική υπόθεση κατά στελεχών της Τράπεζας Κύπρου έχει επίσης ακυρωθεί στο πρωτόδικο και ανώτατο δικαστήριο.

Ο κ. Ηλιάδης και η Τράπεζα Κύπρου είχαν καταδικαστεί τον περασμένο Δεκέμβριο με την κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς, στην οποία είχαν κριθεί ένοχοι από το μόνιμο κακουργιοδικείο Λευκωσίας.

Οι επηρεαζόμενοι εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και χθες η πλειοψηφία του ανωτάτου τους αθώωσε.

Νομικές διαστάσεις

Έγκριτοι νομικοί επεσήμαναν στη StockWatch ότι υπάρχει πλέον ένα δικαστικό προηγούμενο που αφορά στη χειραγώγηση της αγοράς και το οποίο ενδέχεται να ανατρέψει αρκετές παρόμοιες υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον της δικαιοσύνης. 

Κάποιες από αυτές σχετίζονται με τραπεζικές υποθέσεις της επίμαχης περιόδου.

Η εκτελεστική εξουσία και η βουλή, ευθύς μετά τα δραματικά γεγονότα του Μαρτίου του 2103, είχαν δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες σε ότι αφορά τη διαλεύκανση των αιτιών που οδήγησαν στην τραπεζική κρίση, διαμηνύοντας ότι οι ένοχοι των οικονομικών σκανδάλων και ατασθαλιών που οδήγησαν στα κουρέματα των καταθετών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, θα οδηγούνταν στα δικαστήρια.

Η απόφαση χθες του ανώτατου δικαστηρίου περιορίζει αυτές τις προσδοκίες σύμφωνα με νομικούς από τους οποίους η StockWatch ζήτησε να σχολιάσουν τη συγκεκριμένη απόφαση.

Αν και, όπως είναι φυσικό, οι απόψεις διίστανται για το συγκεκριμένο ζήτημα, οι νομικοί συμφωνούν ότι θα είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθούν και να αποδειχθούν πλέον τέτοιου είδους υποθέσεις χειραγώγησης της αγοράς, με βάση το δικαστικό προηγούμενο που καταγράφηκε χθες.

Είναι ενδεικτική η αναφορά του γενικού εισαγγελέα ο οποίος παραδέχθηκε ότι παρά την αποδεδειγμένη και αναγνωρισμένη παραπλάνηση που έγινε στους μετόχους της Τράπεζας Κύπρου και ενδεχόμενα στο ευρύ επενδυτικό κοινό, από αναληθείς δηλώσεις αξιωματούχων τραπεζών, δεν στοιχειοθετείται, σύμφωνα με την απόφαση, πράξη χειραγώγησης αγοράς.

Ο νομικός Κώστας Βελάρης επεσήμανε από την πλευρά του στη StockWatch, ότι τέτοιου είδους αδικήματα, χειραγώγησης αγοράς, δεν είναι αδικήματα απόλυτης ευθύνης.

Εξέφρασε όμως την άποψη ότι η απόφαση χθες της πλειοψηφίας του ανωτάτου δικαστηρίου, με την οποία παραμερίζει την πρωτόδικη απόφαση, είναι μάλλον παλινδρομική.

Εξήγησε ότι στην προκειμένη περίπτωση η πλειοψηφία των δικαστών φαίνεται να διαφοροποιεί την πρόθεση.

Επειδή, σημείωσε, η πλειοψηφία βρίσκει ότι η πρόθεση του (του κ. Ηλιάδη) δεν ήταν η χειραγώγηση της αγοράς, όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία, αλλά να καθησυχάσει το ανήσυχο, όπως ισχυρίστηκε, κοινό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόθεση διάπραξης αδικήματος για χειραγώγηση.

«Αυτό είναι παρατράβηγμα από τα μαλλιά», υποστήριξε ο κ. Βελάρης.

«Το δικαστήριο», είπε, «θα έπρεπε να ξέρει ποια ήταν η πράξη που θα διέπραττε και ποιες οι συνέπειες της. Η πλειοψηφία, δυστυχώς, έχει μπλέξει το ελατήριο με την πρόθεση».

Η πλειοψηφία του ανωτάτου αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ότι με τις αναφορές και τα παραπλανητικά στοιχεία που είχε δώσει ο κ. Ηλιάδης στην επίμαχη γενική συνέλευση των μετόχων της Τρ. Κύπρου, σε σχέση με τις κεφαλαιακές ανάγκες του συγκροτήματος, «είχε πρόθεση να καθησυχάσει τους πάντες και κυρίως τους μετόχους, για να αποφύγει τις όποιες αρνητικές αντιδράσεις τους ή κινήσεις τους στην αγορά».

Ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας Κώστας Κληρίδης, δεν δίστασε, ευθύς μετά την ανάγνωση της απόφασης, να ασκήσει κριτική και να εκφράσει τη διαφωνία του με την απόφαση του ανωτάτου, παρά το γεγονός ότι δήλωσε πως ανεξάρτητα της άποψης του, σέβεται τη δικαστική απόφαση.

Νομικοί, έψεξαν τις δηλώσεις Κληρίδη, υποστηρίζοντας ότι εκ της θέσεως σου ως γενικός εισαγγελέας θα έπρεπε να είχες επιδείξει πολύ περισσότερο σεβασμό στην απόφαση του ανωτάτου.

Αντίθετα, άλλοι υπεραμύνθηκαν της άποψης του γενικού εισαγγελέα τονίζοντας ότι η πλειοψηφία του ανωτάτου στην προκειμένη περίπτωση δεν εφάρμοσε πιστά το τι προβλέπει ο σχετικός νόμος και έδωσε, κατά την άποψη τους, άλλη έννοια της πρόθεσης, αγνοώντας το ελατήριο.

Ο κ. Βελάρης πρόσθεσε ότι «εάν το ελατήριο του πρώην ανώτατου γενικού διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου, ήταν ευγενές ή όχι, αυτό πηγαίνει στην επιμέτρηση της ποινής και όχι στη διάπραξη του αδικήματος».

«Διότι οποιοδήποτε και αν ήταν το ελατήριο, είτε δηλαδή ήθελε να καθησυχάσει, ή να χειραγωγήσει, το αποτέλεσμα ήταν η παραπλάνηση του κοινού», παρατήρησε ο κ. Βελάρης.

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και απόψεις άλλων επιφανών νομικών, που θέλησαν να παραμείνουν ανώνυμοι.

Κάποιοι εξ αυτών έκαναν λόγο για σύγχυση της απόφασης του ανωτάτου σε ότι αφορά την πρόθεση με το πραγματικό ελατήριο σε αντίθεση με την απόφαση της δικαστού Τάσιας Ψαρά Μιλτιάδου, η οποία εκθέτει, όπως επεσήμαναν, το νόμο ως έχει.

Η κ. Ψάρα ανέφερε χθες ότι η θέση (της πλειοψηφίας) πως η δήλωση του κ. Ηλιάδη έγινε για να καθησυχαστούν οι ανησυχίες των μετόχων, «θεωρώ ότι ενισχύει και δεν εξουδετερώνει το εύρημα της χειραγώγησης της αγοράς».

«Ο ούτως καλούμενος καθησυχασμός», ανέφερε, «είχε ακριβώς σκοπό τη χειραγώγηση της αγοράς δια της προβολής μη πραγματικών και αληθινών στοιχείων, τα οποία όμως παρουσιάστηκαν ως αληθή εκ προθέσεως».

Άλλος νομικός εξέφρασε την άποψη ότι πολύ ορθά το ανώτατο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, διότι, όπως υποστήριξε, «δεν είναι δυνατόν ένας ανώτατος διευθυντής ή διοικητικό στέλεχος ενός οργανισμού που κάνει μία αναφορά σε γενική συνέλευση, να φυλακίζεται».

Παρατήρησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε να είχαν παρέμβει οι εποπτικές αρχές, οι οποίες, όπως υποστήριξε, ενώ είχαν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν εκείνη την εποχή, ήταν απούσες για να προβαίνουν στις ανάλογες συστάσεις και να επιβάλλουν αυστηρό έλεγχο και προληπτικές πολιτικές για την προστασία του επενδυτικού κοινού, των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών.

Από την πλευρά του ο κ. Βελάρης, αναδεικνύει ως απάντηση στην πιο πάνω παρατήρηση ότι «η δουλειά του δικαστηρίου, εφόσον ένας νόμος είναι ξεκάθαρος, είναι να τον εφαρμόζει».

Υπενθύμισε ότι «είναι το ίδιο ανώτατο δικαστήριο που στην υπόθεση του κουρέματος των καταθέσεων αποφάσισε ότι οι καταθέτες των οποίων το βιός εκλάπη δεν είχαν έννομο συμφέρον στην περιουσία τους».

Η τριμελής σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου αποτελείτο χθες από τον πρόεδρο του Μύρωνα Νικολάτου, τον Τεύκρο Οικονόμου και την Τάσια Ψαρά – Μιλτιάδου. 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση του περασμένου Δεκεμβρίου, η οποία τελικά παραμερίστηκε, είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2,5 ετών στον Ανδρέα Ηλιάδη και στην Τράπεζα Κύπρου πρόστιμο €120 χιλ.

Του Λεύκου Χρίστου