You are here

Προστασία από εκποιήσεις χωρίς επιπτώσεις σε δείκτες τραπεζών

24/01/2023 11:41

Την ανάγκη αναζήτηση μιας ολοκληρωμένης λύσης στο ζήτημα των εκποιήσεων, που να μην μετατοπίζει το κόστος στους νεαρούς δανειολήπτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να μην επηρεάζει αρνητικά τους εποπτικούς δείκτες, τονίζει σε επιστολή του προς την κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Μιχάλης Περσιάνης.

Σχολιάζοντας τη διαδικασία των «’προσωρινών’ αλλά επαναλαμβανόμενων ‘λύσεων’» της αναστολής εκποιήσεων, ο κ. Περσιάνης κάνει λόγο για μια διαδικασία που εξελίσσεται σε «σοβαρό πρόβλημα για την οικονομία».

«Αν, μάλιστα,  ληφθούν υπόψη οι δύσκολες συνθήκες, τα αυξημένα ρίσκα και οι εντεινόμενες πιέσεις που διαμορφώνονται για το 2023, η εικόνα καθίσταται ιδιαίτερα ανησυχητική», σημειώνει.

Προσωρινές και βεβιασμένες λύσεις

Παρατηρεί πως η αναζήτηση προσωρινών λύσεων στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα έχει πλέον υιοθετηθεί ως υπόθεση εργασίας στα μοντέλα εκτιμήσεων για την πορεία της Κύπρου από οργανισμούς που αξιολογούν την οικονομία, τόσο στη σφαίρα των αγορών όσο και στη σφαίρα των κρατικών, διακρατικών και διεθνών οργανισμών. «Εκτιμάται πλέον πως σε περιόδους πιέσεων (όπως εκείνες που αναμένονται μέσα στο 2023), η Κύπρος τείνει να λαμβάνει βεβιασμένα μέτρα χωρίς σοβαρή εκ των προτέρων ανάλυση. Αυτή η εκτίμηση αποτελεί πλέον ουσιώδη υπόθεση εργασίας στα μοντέλα αξιολόγησης της Κύπρου», επισημαίνει.  

Η υπόθεση εργασίας πως στην κυπριακή οικονομία θα προκύψουν ταχείες αλλά καθόλου αναλυμένες και καθόλου κοστολογημένες αποφάσεις μόλις παρατηρηθούν δυσκολίες στην οικονομία, παρουσιάζεται πλέον ξεκάθαρα, τόσο στην ποιοτική ανάλυση όσο και στους μηχανισμούς και μοντέλα εκτίμησης ρίσκου, περιλαμβανομένου και του πολιτικού ρίσκου για την κυπριακή οικονομία, σύμφωνα με τον κ.Περσιάνη.

Εσωτερικές διαφωνίες στις τράπεζες για τις εκποιήσεις

Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα της προστασίας των δανειοληπτών, σημειώνει ότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κοινωνική διάσταση των εκποιήσεων είναι σοβαρή και απαιτείται η προστασία των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, τόσο νοικοκυριών όσο και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Το γεγονός ότι έχουν γίνει λάθη από πλευράς των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβεβαιώνεται σύμφωνα με τον ίδιο, από διαφωνίες και αντιρρήσεις που μαίνονται τα τελευταία χρόνια εντός των ίδιων των πιστωτικών οργανισμών σε σχέση με την προσέγγισή τους στο όλο θέμα.

«Τα στελέχη που στηρίζουν την πιο κοινωνικά υπεύθυνη προσέγγιση, όμως, χρειάζονται σήμερα στήριξη για να πετύχουν μια «τελική νίκη» στην όλη εσωτερική τους διαμάχη», επισημαίνει.

Επιπτώσεις από επαναλαμβανόμενες αναστολές

Ο πρόεδρος του δημοσιονομικού συμβουλίου, υποδεικνύει ότι η απόφαση για προσωρινές αλλά επαναλαμβανόμενες αναστολές εκποιήσεων επηρεάζει σημαντικά την εκτίμηση της αξίας των εξασφαλίσεων, τόσο από τους οίκους αξιολόγησης όσο και από τις εποπτικές αρχές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σημαντική δυσχέρεια στην παραχώρηση πιστώσεων σε άτομα και επιχειρήσεις με μικρό οικονομικό εκτόπισμα.

«Κατηγορίες δανειοληπτών όπως τα νεαρά ζευγάρια και τις μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με αυξημένες απαιτήσεις εξασφαλίσεων ή/και συμβολής που θα είναι υψηλότερη από το ελάχιστο εποπτικό απαιτούμενο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να αποκλείονται από τη χρηματοδότηση», σημειώνει.

«Επιπλέον, ο υπολογισμός του σημαντικότατου δείκτη της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης του δανεισμού είναι πλέον αυξημένος μετά τις σχετικές αποφάσεις της Βουλής με αντίκτυπο στις εξασφαλίσεις, τη συνδρομή αλλά και τα επιτόκια καθώς οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να τιμολογήσουν το σχετικό ρίσκο», προσθέτει.

Έτσι, σημειώνει, το κόστος του ρίσκου στην Κύπρο είναι ήδη αυξημένο, όπως είναι και ο λόγος του κόστους προς έσοδα. «Το κόστος του ρίσκου εκτιμάται κατά το β΄ τρίμηνο του 2022 στο 1.34% έναντι του αστάθμητου μέσου όρου της ευρωζώνης που βρίσκεται στο 0.5%. Δεν πρέπει να αποτελέσει έκπληξη, δε, μια πιθανή αύξηση του συγκεκριμένου δείκτη μετά τις σχετικές αποφάσεις, που να τον θέτει για την Κύπρο κοντά στο τριπλάσιο της υπόλοιπης ευρωζώνης».

Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί κεντρική παράμετρο στην τιμολόγηση του δανεισμού και επηρεάζει εποπτικά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τιμολογήσουν τον δανεισμό που παρέχουν στην οικονομία, παρατηρεί.

Επισημαίνει πως με την αύξηση του Κόστους του Ρίσκου, η αύξηση των επιτοκίων δεν βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών, οι οποίες οφείλουν να τιμολογήσουν το αυξημένο αυτό κόστος στα επιτόκιά τους. «Πρέπει, επομένως, να θεωρείται δεδομένο πως αποτελεί κεντρική αιτία για την αύξηση των δανειστικών επιτοκίων στην Κύπρο σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Απόκλιση καταγράφεται επίσης στις εποπτικές σταθμίσεις του ρίσκου, τόσο για τα επιχειρηματικά δάνεια, όσο και για τα ενυπόθηκα προς τα νοικοκυριά».

Σε τελική ανάλυση, τονίζει, αποφάσεις όπως την προσωρινή αλλά συνεχή αναστολή εκποιήσεων οδηγούν εν τέλει, όχι μόνο σε αποκλεισμό των πιο ευάλωτων από τον δανεισμό, αλλά και σε συλλογική αύξηση των επιτοκίων, χωρίς να μπορεί κάτι τέτοιο να αποφευχθεί καθώς θα αποτελούσε κακή τιμολόγηση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και απόκλισή τους από τους κανόνες ορθολογικής διαχείρισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Με δεδομένη την ούτως ή άλλως αύξηση των επιτοκίων στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυτό το γεγονός επιδεινώνει για την Κύπρο ένα ήδη επιδεινούμενο πρόβλημα, σημειώνει.

«Ο αντίκτυπος στους δανειολήπτες αλλά και στην πιστωτική επέκταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός σε μια περίοδο αυξημένου πιστωτικού ρίσκου και υψηλών πιέσεων στην οικονομική ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, το κόστος που προκύπτει από τις συνεχείς αλλά «προσωρινές» αναστολές των εκποιήσεων, είναι εύκολα διαχειρίσιμο για το τραπεζικό σύστημα. Το κοινωνικό κόστος και οι οικονομικές προεκτάσεις, όμως, είναι δυσβάστακτες για τους ευάλωτους -τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις- που έχουν ανάγκη νέο δανεισμό», προσθέτει.

Επιπτώσεις και στη μακροοικονομική ανάπτυξη

Όπως αναφέρει ο κ. Περσιάνης, πέρα από την αβεβαιότητα που δημιουργείται με τις προσωρινές αλλά συνεχείς αναστολές, δημιουργούνται προβλήματα μακροοικονομικής ανάπτυξης, ενώ το κοινωνικό πρόβλημα απλά μετατοπίζεται στους νέους δανειολήπτες (και δη τους νεαρούς) και τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν δυσκολότερο και ακριβότερο δανεισμό.

Μετατοπίζεται, δηλαδή, από κοινωνικές ομάδες που έχουν πολιτικό εκτόπισμα, προς ομάδες που δεν είναι οργανωμένες για να έχουν κοινή φωνή, όπως νεαρά ζευγάρια, φτωχά νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αναζήτηση δανεισμού.

Άσχετα με το πολιτικό ημερολόγιο, υποδεικνύει ότι πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά οι επιλογές στήριξης των ευάλωτων ομάδων, όχι μόνο αναφορικά με τους υφιστάμενους δανειολήπτες αλλά και σε σχέση με νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι σήμερα ή θα είναι σύντομα σε αναζήτηση πιστώσεων.

«Αν το πολιτικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με εκλογές, οι ανάγκες της οικονομίας δεν θα περιμένουν μέχρι να κατασταλάξουν οι πολιτικές συνθήκες στα τέλη του α’ τριμήνου του έτους».

Οι διαθέσιμες επιλογές

Υφίστανται ήδη, σημειώνει, ορισμένες εισηγήσεις, των οποίων η αναφορά δεν είναι της παρούσης, οι οποίες όμως πρέπει να συζητηθούν λεπτομερώς, ενώ ο κυβερνητικός σχεδιασμός (δάνειο-έναντι-δόσης) επίσης εκκρεμεί. Και, η λεπτομερής συζήτηση, με την συμμετοχή φορέων που κατέχουν την αναγκαία τεχνογνωσία για να βρεθεί μια ολοκληρωτική επίλυση του ζητήματα, είναι το πιο σημαντικό από τα ζητούμενα.

Μεταξύ αυτών, αναφέρει, μπορεί να είναι ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας ή/και η Κεντρική Τράπεζα, έχοντας πάντα υπόψη πως οι δυνητικοί δανειολήπτες, οι μικρομεσαίοι και οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού που αποκλείονται από την αγορά πιστώσεων, δεν έχουν μηχανισμούς εκπροσώπησης.  

Ασχέτως, όμως, των φορέων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάλυση των υφιστάμενων προτάσεων, και ασχέτως του ποιος μπορεί να έχει την πολιτική ευθύνη για την καθυστέρηση, το σημαντικότερο τονίζει, είναι να διασφαλιστεί μια μόνιμη πλέον ρύθμιση, που να μην αποκλείει ευάλωτους δανειολήπτες από την αγορά πιστώσεων, να μην επιδεινώνει τους δείκτες που αυξάνουν τα επιτόκια και να μην επηρεάζει την πιστωτική επέκταση και επομένως την οικονομική ανάπτυξη σε μια χρονιά η οποία αρχίζει με έντονες ανησυχίες και πολλές δυσκολίες.

«Πάνω από όλα, οι προσωρινές αλλά επαναλαμβανόμενες αποφάσεις επιδεινώνουν την αβεβαιότητα και αποτελούν σοβαρό πρόβλημα καθώς οι αξιολογήσεις της κυπριακής οικονομίας πλέον λαμβάνουν υπόψη την τάση για λήψη μέτρων χωρίς ενδελεχή ανάλυση».

«Στόχος μας θα πρέπει να είναι η προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, χωρίς όμως να επηρεάζονται αρνητικά σημαντικοί εποπτικοί δείκτες, περιλαμβανομένης της αξίας των εξασφαλίσεων, της εκτίμησης της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης και του κόστους του ρίσκου», υπογραμμίζει.

Σημειώνει ότι οι αυξήσεις των εν λόγω δεικτών οδηγούν σε ουσιαστικό αποκλεισμό από την αγορά πιστώσεων πολλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ διευρύνουν την ψαλίδα μεταξύ των επιτοκίων που επικρατούν στην Κύπρο σε σχέση με εκείνα που επικρατούν στην υπόλοιπη ευρωζώνη.

«Μια νέα «προσωρινή» αλλά επαναλαμβανόμενη λύση στο θέμα θα μεταφραστεί σε νέα αυξητική πίεση στα επιτόκια, αλλά και σε επιδείνωση του αποκλεισμού των πιο ευάλωτων από την αγορά πιστώσεων, σε μια περίοδο κατά την οποία η ανάπτυξη κινδυνεύει».

«Το γεγονός ότι οι πληγέντες δεν έχουν μηχανισμούς άσκησης πολιτικής επιρροής ή εκπροσώπησης, δεν μπορεί άλλο να αποτελεί κεντρική αιτία για μετατόπιση του κόστους σε αυτούς», καταλήγει.