You are here

Στη φυλακή ο πρώτος τραπεζίτης

08/01/2018 06:48

Αίσθηση προκάλεσε η απόφαση του μόνιμου κακουργιοδικείου Λευκωσίας να επιβάλει ποινή 2,5 ετών στον άλλοτε ισχυρό ανήρ της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέα Ηλιάδη. 

Η Κύπρος μπορεί να μην είναι Ισλανδία, όπου φυλακίστηκαν δεκάδες τραπεζίτες μετά την τραπεζική κρίση του 2008, η υπόθεση Ηλιάδη είναι όμως η πρώτη που καταλήγει σε φυλάκιση διευθυντικού στελέχους τράπεζας – κάτι που δεν έγινε σε αρκετές από τις χώρες που είχαν χρηματοοικονομικές κρίσεις.

Μετά από μακρά δικαστική διαδικασία, ο Ανδρέας Ηλιάδης και η Τρ. Κύπρου, ως νομική οντότητα, κρίθηκαν ένοχοι για την κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς μέσω παραπλανητικών δηλώσεων για κεφαλαιουχικό έλλειμμα της τράπεζας στην ετήσια γενική συνέλευση της, στις 19 Ιουνίου 2012.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν επίσης τα πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, Θεόδωρος Αριστοδήμου, Αντρέας Αρτέμης, Γιάννης Κυπρή και Γιάννης Πεχλιβανίδης, οι οποίοι αθωώθηκαν από το δικαστήριο.

Η «επίμαχη» γενική συνέλευση του 2012

Κατά τη συγκεκριμένη γενική συνέλευση, ο κ. Ηλιάδης είχε πει σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου, ότι το συγκρότημά είναι ισχυρό και προχωρεί σταθερά ν’ αντεπεξέλθει στις προκλήσεις ενώ, αναλύοντας την κατάσταση της τράπεζας, είχε τονίσει την ισχυρή της ρευστότητα και την ικανοποιητική της κερδοφορία.

Είχε δώσει επίσης, έμφαση στην προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης υποστηρίζοντας τότε, ότι η τράπεζα προέβαινε «σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε το συγκρότημά μας να είναι από όλες τις απόψεις και ιδιαίτερα κεφαλαιακά, όσο πιο ισχυρό γίνεται».

Στη συνέλευση είχε γίνει λόγος για κεφαλαιακό κενό της τάξης των €200 εκ. χωρίς απολύτως καμία αναφορά στο ενδεχόμενο κρατικής ενίσχυσης.

Λίγες μέρες μετά η Τράπεζα κατέθεσε επίσημο επείγον αίτημα για ενίσχυση από το κυπριακό κράτος ύψους €500 εκ. λόγω αυξημένων προβλέψεων. 

Η αύξηση των προβλέψεων ήταν αποτέλεσμα της διαφοροποίησης που επήλθε στο εποπτικό περιβάλλον, με αλλαγές στο συγκεκριμένο τμήμα της Κεντρικής Τράπεζας και στη διοίκηση της.

Λίγες βδομάδες μετά τη δημοσιοποίηση του προβλήματος που αντιμετώπιζε η Τράπεζα, ο Ανδρέας Ηλιάδης ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την Τράπεζα Κύπρου.

Τη χρονιά που ακολούθησε την αποχώρηση του από την Τράπεζα Κύπρου, ο κ. Ηλιάδης τέθηκε μαζί με άλλους, στο μικροσκόπιο της έρευνας του οίκου Alvarez & Marshall σε σχέση με θέματα εποπτείας, εταιρικής διακυβέρνησης, ανάληψης ρίσκου και των κενών που οδήγησαν την Τράπεζα Κύπρου στην τότε κατάσταση, με ιδιαίτερη αναφορά στις επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα, που προκάλεσαν ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ στους μετόχους και τους καταθέτες της.

Οι άλλες ποινικές υποθέσεις που ξεκίνησε η εισαγγελία κατά του ιδίου και άλλων μελών της διοίκησης της Τράπεζας δεν προχώρησαν στο κακουργιοδικείο, αφήνοντας εκτεθειμένη την εισαγγελία.

Ο κ. Ηλιάδης, απαντώντας σε διάφορες περιπτώσεις, στις κατηγορίες ότι έδωσε παραπλανητική εικόνα σε σχέση με τις κεφαλαιουχικές ανάγκες της Τράπεζας βάσει αναφοράς σε επιστολή του μετά τη γενική συνέλευση ότι ανέρχονταν στα €400 εκ. (αντί στα €200 εκ. όπως είχε ανακοινωθεί από την Τράπεζα στις 10/5/2012), σημείωσε ότι μια τέτοια αναφορά θα ήταν λανθασμένη, ελλιπής και παραπλανητική.

Ο κ. Ηλιάδης κατά τη διάρκεια της δίκης για την υπόθεση, αρνήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ΓΣ της Τράπεζας στις 19/6/2012 ή της συνεδρίας του ΔΣ στις 14/6/2012, απέκρυψε ή διέδωσε πληροφορίες «που θα ήταν δυνατόν να παραπλανήσουν τους μετόχους. Η προσπάθεια μου ήταν πάντοτε να ενημερώνω ορθά τους μετόχους».

«Δεν ήθελε εκείνη τη στιγμή να δώσει αληθή εικόνα»

Αναλύοντας το σκεπτικό του δικαστηρίου, η πρόεδρος του κακουργιοδικείου Λένα Δημητριάδου ανέφερε ότι αν ο κ. Ηλιάδης ήθελε να ενημερώσει τους μετόχους και το επενδυτικό κοινό μπορούσε πολύ απλά να εξηγήσει την πραγματική κατάσταση, να αναφέρει τις δυσκολίες που υπήρχαν και τους αστάθμητους παράγοντες. Κάτι παρόμοιο έπραξε, πρόσθεσε η δικαστής, την επόμενη ημέρα το πρωί, γράφοντας επιστολή στο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο είναι ότι ο τότε διευθύνων σύμβουλος του συγκροτήματος «δεν ήθελε εκείνη τη χρονική στιγμή να δώσει την αληθή εικόνα», αλλά ότι αντιθέτως ήθελε να καθησυχάσει τους πάντες.  

Δικαίωμα μετόχων και επενδυτών η ενημέρωση

Το δικαστήριο αναφέρθηκε σε αγγλική νομολογία για την επιβολή ποινών σε παρόμοιες υποθέσεις και σημείωσε ότι από υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών και χρηματοοικονομικών οργανισμών «αναμένονται υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, τήρηση υψηλών προτύπων αμεροληψίας και διαφάνειας και κυρίως εντιμότητας».

Οι μέτοχοι και οι επενδυτές, όπως αναφέρθηκε, είχαν το απόλυτο δικαίωμα να ενημερωθούν εντίμως για την κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσε στην Τράπεζα.

Η σοβαρότητα του αδικήματος έγκειται ακριβώς στη στέρηση αυτού του δικαιώματος ελαφρά την καρδία, τόνισε το δικαστήριο.

Το δικαστήριο αρχικά στάθηκε στο αδίκημα της χειραγώγησης και στο γεγονός ότι αποτελεί εκτροπή της διαδικασίας διαμόρφωσης της τιμής των μετοχών, καθώς και στη σημασία που αποδίδεται στην ομαλή λειτουργία των αγορών ως προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.

Σημείωσε ότι αποδίδεται τεράστια σημασία, στη διασφάλιση της ακεραιότητας των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων και στη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις αγορές, καθώς και στη διασφάλιση συνθηκών πλήρους διαφάνειας.

Αυτή είναι η πρώτη τραπεζική υπόθεση που εξέτασε το κακουργιοδικείο.  Εκκρεμούν υποθέσεις για τη Λαϊκή Τράπεζα.  Ως γνωστό, ο πρώην πρόεδρος της Λαϊκής, Ανδρέας Βγενόπουλος, έχει αποβιώσει.

Μετά την κρίση του 2013, ασκείται έντονη πίεση στην εισαγγελία για να εντοπιστούν οι ένοχοι της οικονομικής κρίσης που οδήγησε στο κούρεμα των ανασφάλιστων καταθετών των τραπεζών Κύπρου και Λαϊκής.

Στην απόφαση του την Παρασκευή, το κακουργιοδικείο αποκάλεσε «ατυχές και λυπηρό» ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίασαν την υπόθεση, ως υπόθεση που αφορούσε την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας και τους κατηγορούμενους ως υπαίτιους.