You are here

Στις 12 Οκτωβρίου η τελική απόφαση για ποινική Λαϊκής

06/09/2018 15:42

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας θα εκδώσει στις 12 Οκτωβρίου, στις 12 το μεσημέρι, την τελική του απόφαση στην ποινική υπόθεση που αφορά στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα.

Το Κακουργιοδικείο είχε αρχικά ανακοινώσει ότι θα εξέδιδε την απόφαση του στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε ωστόσο να επανανοίξει την υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας είχε ολοκληρωθεί στις 26 Ιουνίου.

Όπως είχε εξηγήσει η Πρόεδρος του τριμελούς Κακουργιοδικείου Έλενα Εφραίμ, στα πλαίσια συγγραφής της απόφασης του δικαστηρίου και μετά από τη μελέτη των τελικών, γραπτών, αγορεύσεων των πλευρών «διαπιστώσαμε ένα ζήτημα για το οποίο κρίναμε σκόπιμο ότι δικαιολογείται να επανανοίξουμε την υπόθεση».

Το ζήτημα αφορούσε στη νομική αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου (lex mitior) που ήγειρε η υπεράσπιση του Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου, εκ των τεσσάρων κατηγορουμένων στην υπόθεση.

Όπως αναφέρθηκε κατά την τελευταία ακροαματική διαδικασία, οι δικηγόροι των Μπουλούτα και Φόρου κάνουν εκτενή αναφορά στο ζήτημα αυτό, στη γραπτή τους αγόρευση, με παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ και του ΔΕΕ, ενώ στη δική της αγόρευση η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αναλύει το ζήτημα με παραπομπή στη νομολογία του ΕΔΑΔ και σε κάποιες αποφάσεις του ΔΕΕ, «πλην όμως δεν ασχολείται και δεν αναλύει το ζήτημα σε συνάρτηση με τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες έκανε αναφορά η υπεράσπιση των κατηγορουμένων 1 και 4».

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είχε αποφασίσει να καλέσει την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να απαντήσει στις 6 Σεπτεμβρίου, δηλαδή σήμερα, επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος με αναφορά στις αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες γίνεται αναφορά στις αγορεύσεις των κατηγορουμένων, προτού εκδώσει την τελική του απόφαση.

Η θέση της υπεράσπισης των κατηγορουμένων σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι ότι η πράξη για την οποία κατηγορούνται και αφορά στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των ενδιάμεσων λογαριασμών της τράπεζας για τα τρίμηνα και τα εννιάμηνα του 2011 έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ηπιότερου νόμου και θα πρέπει το δικαστήριο να δώσει στους κατηγορούμενους το ευεργέτημα της κατάργησης αυτής της πράξης και να τους απαλλάξει από τη σχετική κατηγορία.

Σύμφωνα με τη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση της Εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ενώπιον του δικαστηρίου, «το άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ καθορίζει την ύπαρξη ποινικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψη η οποία κατά τη στιγμή της τέλεσης της αποτελούσε αδίκημα. Παράλληλα προνοεί την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου με αναφορά στην επιβολή ποινής».

Αναφέρεται επίσης ότι «η επιταγή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου στις έννομες τάξεις των χωρών που αναγνωρίζεται, ενσωματώθηκε με ρητή νομοθετική ρύθμιση» και προστίθεται πως «η εν λόγω αρχή έχει αναγνωριστεί στο εσωτερικό μας δίκαιο σε ό,τι αφορά την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου ως προς την επιβολή ποινής (a more lenient penalty)».

Σημειώνεται ακόμη ότι «η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται από τις έννομες τάξεις των κρατών, στο βαθμό και έκταση που την αναγνώρισαν στη βάση νομοθετικής ρύθμισης. Έχει αποσαφηνιστεί ότι με τη νομολογία του ΔΕΕ η αρχή του ηπιότερου νόμου έχει χαρακτηριστεί ως ζήτημα εθνικού δικαίου το οποίο θα πρέπει να κρίνει το εθνικό δικαστήριο».

Η Εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρει στην αγόρευση της πως «βασική αρχή του εσωτερικού μας δικαίου είναι πως αδικήματα διαπραχθέντα προ της κατάργησης νόμου ρυθμίζονται με βάση το καταργηθέν νομοθέτημα».

Αναφέρει επίσης ότι «στη σχετική νομοθεσία δεν επήλθε καμία τροποποίηση στο άρθρο 40 του Ν.190(Ι).2007 (νόμος της Διαφάνειας) όπως επίσης δεν επήλθε καμία τροποποίηση της εκτιμήσεως του νομοθέτη ως προς το αξιόποινο της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων η οποία ερείδεται στο ψευδές περιεχόμενο της δημοσιοποίησης και όχι στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των οικονομικών καταστάσεων».

«Επομένως, η δυνάμει μεταγενέστερου νόμου κατάργηση της υποχρέωσης δημοσιοποίησης ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων δεν εξομοιώνεται σε καμία περίπτωση με ηπιότερο νόμο», καταλήγει.

Από την πλευρά της  η υπεράσπιση των Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου υποστηρίζει στη δική της γραπτή αγόρευση πως «η κατηγορούσα αρχή με τη συμπληρωματική αγόρευση της και παρά τις σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ και του ΔΕΕ…»

Η υπεράσπιση κάνει λόγο «για αδυναμία της κατηγορούσας αρχής «αντίκρουσης και/ή εντοπισμού αποφάσεων που να αντικρούουν τις δεσμευτικές αποφάσεις που έχει επικαλεστεί η υπεράσπιση|, προσθέτοντας ότι καταλήγει σε εσφαλμένα συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται προς την σχετική δεσμευτική νομολογία.

Χαρακτηρίζει επίσης τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η εφαρμογή της αρχής του lex mitior αποτελεί θέμα εθνικού δικαίου ως «εντελώς λανθασμένη». Αντίθετα, όπως υποστηρίζει, «πρόκειται για θέμα πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου το οποίο υπερισχύει του εθνικού δικαίου».

Επομένως, προσθέτει, «όπου εφαρμόζεται η αρχή του lex mitior υπερισχύει των σχετικών διατάξεων του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 2».

«Θεωρούμε λοιπόν ότι το δικαστήριο έχοντας ενώπιον του το σύνολο των αποφάσεων και των προτάσεων που κατατέθηκαν τόσο από την υπεράσπιση όσο και από την κατηγορούσα αρχή θα καταλήξει στις ίδιες θέσεις που έχει αναπτύξει η υπεράσπιση», αναφέρει η υπεράσπιση.

Η υπεράσπιση υποστηρίζει περαιτέρω ότι «είναι ξεκάθαρο ότι αφενός μεν ότι υπάρχει τροποποίηση στο άρθρο 40 του Νόμου αφετέρου δε ο νομοθέτης κατέστησε ξεκάθαρο ότι δεν επιθυμεί την ποινικοποίηση δημοσιοποίησης τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων αφού έχει επιλέξει να απεμπολήσει την υποχρέωση του εκδότη για αυτές τις καταστάσεις».  

«Επομένως στην προκειμένη περίπτωση…βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αμιγώς ποινική και όχι με εξωποινική διάταξη, καθιστώντας άμεσα εφαρμοστέα την αρχή του lex mitior”, αναφέρει η υπεράσπιση υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή του ηπιότερου νόμου «βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης».  

Την αγόρευση των δύο πάνω κατηγορουμένων σε σχέση με τη νομική αρχή του lex mitior υιοθέτησαν και άλλοι δύο κατηγορούμενοι στην υπόθεση.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε στις 21/3/2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, καλώντας τους ταυτόχρονα σε απολογία.

Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν αφορά στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες.

Και τα τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής κατηγορούνται ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.