You are here

Stress Tests: Η εικόνα για τις κυπριακές τράπεζες

31/07/2021 18:12

Διαφορετική εικόνα σε σχέση με το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης, δείχνουν τα επιμέρους στοιχεία για τις κυπριακές συστημικές τράπεζες, με βάση τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης (stress test) ακραίων καταστάσεων που δημοσίευσε την Παρασκευή η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή.

Η ΕΚΤ δημοσίευσε για πρώτη φορά επιλεγμένες πληροφορίες για τις 51 τράπεζες μεσαίου μεγέθους, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα των 38 τραπεζών για την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.

Όσον αφορά τις τρεις κυπριακές τράπεζες, τα αποτελέσματα στο δυσμενές σενάριο δείχνουν ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) της Τράπεζας Κύπρου και την Ελληνικής Τράπεζας υποχωρεί κάτω από 8%, ενώ διαμορφώνεται μεταξύ 11% με 14% για την RCB Bank.

Με βάση τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης γενικότερα, το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ παραμένει ανθεκτικό στο πλαίσιο αντίξοου μακροοικονομικού σεναρίου.

Πιο αναλυτικά, από το σύνολο των 89 τραπεζών, για τις 38 που συμμετείχαν στην άσκηση της ΕΑΤ, ο μέσος δείκτης CET1 υποχώρησε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, από 14,7% σε 9,7%.

Ταυτόχρονα, η μέση μείωση κεφαλαίου για τις 51 τράπεζες μεσαίου μεγέθους που συμμετείχαν αποκλειστικά στην άσκηση της ΕΚΤ (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι τρεις κυπριακές συστημικές τράπεζες), αντιστοιχούσε σε 6,8 ποσοστιαίες μονάδες, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί σε 11,3% σε σχέση με το σημείο εκκίνησης (18,1%).

Πηγές της StockWatch που έχουν γνώση των στοιχείων, σημειώνουν ότι η εικόνα των κυπριακών συστημικών τραπεζών, δεν ανταποκρίνεται στην συνολική εικόνα που παρουσιάζεται για τις τράπεζες της Ευρωζώνης.

Υποστηρίζουν ότι η εικόνα δεν προκαλεί μεγάλη ανησυχία αλλά, δείχνει πως οι κυπριακές τράπεζες ενδεχομένως να πρέπει να λάβουν μέτρα διαχείρισης των πιστωτικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν μετά τα τέλη του 2022.

Επισημαίνουν ακόμα, πως η άσκηση προσομοίωσης λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα της πανδημίας, αλλά σε περιορισμένο βαθμό.

Σε ότι αφορά τις τράπεζες μεσαίου μεγέθους, στις οποίες περιλαμβάνονται οι τρεις κυπριακές τράπεζες, στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αναφέρεται ότι επηρεάζονται περισσότερο από τους χαμηλότερους καθαρούς τόκους-έσοδα, τα χαμηλότερα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες και τα μειωμένα έσοδα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στον τριετή ορίζοντα της άσκησης.

Άλλες πηγές σημειώνουν ότι δεν προκύπτουν εκπλήξεις από τα αποτελέσματα, επισημαίνοντας ότι δεν απορρέουν οποιεσδήποτε ενέργειες για τις κυπριακές τράπεζες.

Πηγή της Ελληνικής Τράπεζας, δήλωσε στη StockWatch πως δεδομένου ότι η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για τα stress tests, βασίζεται στην υπόθεση ενός στατικού ισολογισμού με όρια στα ποσοστά κάλυψης ζημιών και επιπρόσθετο περιορισμό με απομάκρυνση του οποιουδήποτε οφέλους τιτλοποίησης που προκύπτει από το σχέδιο APS της τράπεζας (Asset Protection Scheme), η Ελληνική είναι άνετη σε ότι αφορά την ανθεκτικότητά της σε ένα αντίξοο σενάριο.

Αυτή η ανθεκτικότητα, όπως αναφέρθηκε εκ μέρους της Ελληνικής, βασίζεται στην ισχυρή θέση κεφαλαιακής και ρευστοτικής επάρκειας της Τράπεζας και είναι εμφανής στην ευρωστία του προφίλ κινδύνων που έχει και που συνεχίζει να παρουσιάζει η Τράπεζα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Η ίδια πηγή ανέφερε πως η Ελληνική Τράπεζα, «είναι άνετη στο χειρότερο σενάριο, ακόμα και αν δεν της αναγνωρίζεται το σχέδιο προστασίας δανείων APS».

Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση κεφαλαίων

Σύμφωνα με τα ευρύτερα αποτελέσματα ο πρώτος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου των ευρωπαϊκών τραπεζών, ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, επειδή η οικονομική διαταραχή στο δυσμενές σενάριο οδήγησε σε ζημίες από δάνεια.

Σύμφωνα με πηγές της StockWatch, η συγκεκριμένη αναφορά ενδεχομένως να εξηγεί και την καλύτερη επίδοση που παρουσίασε η RCB σε σχέση με τις άλλες δύο κυπριακές συστημικές τράπεζες  Τρ. Κύπρου και Ελληνική, καθώς η τράπεζα δεν έχει συναλλαγές με το ευρύ κοινό.

Οι ευρωπαϊκές αρχές τονίζουν πως παρά τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, εξαιτίας των νέων προκλήσεων που έχουν προκύψει από την πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν την ορθή μέτρηση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.

Για ένα υποσύνολο τραπεζών, ο δεύτερος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου ήταν ο κίνδυνος αγοράς. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να αναπροσαρμοστεί πλήρως η αξία πολλών χρηματοοικονομικών προϊόντων αποτέλεσε τον μεγαλύτερο μεμονωμένο παράγοντα κινδύνου αγοράς. Αυτό επηρέασε ιδίως τις μεγαλύτερες τράπεζες, καθώς είναι πιο εκτεθειμένες σε διαταραχές όσον αφορά τις μετοχές και τα πιστωτικά περιθώρια.

Ο τρίτος βασικός παράγοντας ήταν η περιορισμένη ικανότητα δημιουργίας εσόδων σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, καθώς υπό το δυσμενές σενάριο οι τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντική μείωση των καθαρών τόκων-εσόδων τους, των εσόδων τους από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και των καθαρών εσόδων τους από αμοιβές και προμήθειες.

Οι ευρωπαϊκές αρχές, επισημαίνουν πως στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν υφίσταται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας και δεν τίθεται όριο προκειμένου να καθοριστεί η αποτυχία ή επιτυχία των τραπεζών για τους σκοπούς της άσκησης. Αντιθέτως, τα ευρήματα της άσκησης θα ενσωματωθούν στον συνεχιζόμενο εποπτικό διάλογο.

Σημειώνεται ότι για την παροχή προσωρινής στήριξης στις τράπεζες όσον αφορά το κεφάλαιο και τη λειτουργία τους στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η ΕΚΤ δεσμεύθηκε να τους επιτρέψει να λειτουργούν σε επίπεδο χαμηλότερο από τις κατευθύνσεις P2G και τη συνδυασμένη απαίτηση κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022.

Η ΕΚΤ σκοπεύει να δώσει στις τράπεζες αρκετό χρόνο για να αναπληρώσουν το κεφάλαιό τους εάν αυξηθούν τα επίπεδα των κατευθύνσεων P2G.

Της Μαρίας Χαμπή