You are here

Θετική η ΕΚΤ για αγοραπωλησία πιστωτικών διευκολύνσεων

21/08/2019 12:33

Τις παρατηρήσεις της για το σχέδιο νόμου που τροποποιεί τον νόμο του 2015 περί αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων, δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκφράζοντας τη θετική της γνώμη.

Στις 6 Ιουνίου 2019 η ΕΚΤ έλαβε αίτημα του υπουργείου οικονομικών της Κύπρου για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με σχέδιο νόμου που τροποποιεί τον νόμο του 2015 περί αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων.

Στις 9 Ιουλίου 2019 το υπουργείο οικονομικών υπέβαλε νέο αίτημα για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με αναθεωρημένο κείμενο του σχεδίου νόμου.

Σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η βελτίωση ορισμένων πτυχών του νόμου του 2015 περί αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων. Εν συντομία, ο βασικός νόμος διέπει την αγοραπωλησία πιστωτικών διευκολύνσεων στην κυπριακή επικράτεια και παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα την εξουσία να αδειοδοτεί, να ρυθμίζει και να εποπτεύει τα πρόσωπα που επιθυμούν να προβούν στη διενέργεια συναλλαγών αγοραπωλησίας τέτοιων διευκολύνσεων.

Επί του παρόντος ο βασικός νόμος εφαρμόζεται σε πιστωτικές διευκολύνσεις που παρέχονται σε φυσικά πρόσωπα ή μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις ή ομίλους συνδεδεμένων επιχειρήσεων με όριο συνολικού υπολοίπου ανερχόμενο σε €1 εκ., η υπέρβαση του οποίου συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του ως άνω νόμου.

Με το σχέδιο νόμου καταργείται το κατώτατο αυτό όριο και εισάγοντα εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του βασικού νόμου όσον αφορά συναλλαγές διεπόμενες από αλλοδαπό δίκαιο, τον νόμο του 2018 περί τιτλοποιήσεων ή τον νόμο του 1997 περί της μεταβίβασης τραπεζικών εργασιών και εξασφαλίσεων.

Εξάλλου, με το σχέδιο νόμου καταργούνται οι εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπει ο βασικός νόμος από το πεδίο εφαρμογής του όσον αφορά πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες: α) έχουν χορηγηθεί από πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος σε φυσικό πρόσωπο που δεν είναι μόνιμος κάτοικος της κυπριακής επικράτειας ή σε νομικό πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο σε αυτή ή β) αφορούν εργασίες ή επενδύσεις εκτός της κυπριακής επικράτειας ή γ) εξασφαλίζονται με υποθήκη επί ακίνητης ιδιοκτησίας ή επιβάρυνση περιουσίας η οποία βρίσκεται εκτός της κυπριακής επικράτειας.

Ακόμη, το σχέδιο νόμου επεκτείνει τον κατάλογο νομικών προσώπων τα οποία νομιμοποιούνται να αγοράζουν πιστωτικές διευκολύνσεις σύμφωνα με τον βασικό νόμο, συμπεριλαμβάνοντας, αφενός, ιδρύματα που διενεργούν συναλλαγές επί ακινήτων βάσει του νόμου του 2017 περί συμβάσεων πίστωσης για καταναλωτές σε σχέση με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και, αφετέρου, νομικά πρόσωπα που έχουν λάβει εκ των προτέρων γραπτή έγκριση της ΚΤ, κατόπιν τεκμηριωμένης και δεόντως δικαιολογημένης αίτησης στην οποία παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους αυτά δεν υποβάλλουν αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας τους ως εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα βασικό νόμο, δυνατότητα πώλησης πιστωτικών διευκολύνσεων έχουν μόνο τα πρόσωπα που δικαιούνται να εξαγοράζουν τέτοιες διευκολύνσεις ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο που έχει εκ των προτέρων λάβει προς τούτο γραπτή έγκριση της ΚΤ. Το σχέδιο νόμου καταργεί την απαίτηση αυτή, ορίζοντας ότι οι επιλέξιμοι αγοραστές μπορούν να αγοράζουν πιστωτικές διευκολύνσεις από οποιοδήποτε μη αδειοδοτημένο πρόσωπο έχει στην κατοχή του τέτοιες διευκολύνσεις.

Το σχέδιο νόμου επιτρέπει περαιτέρω σε διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων, οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες είσπραξης και ανάκτησης χρέους από δανειολήπτες και δραστηριότητες επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των ως άνω διευκολύνσεων με τους τελευταίους, να αποκτούν πρόσβαση σε στοιχεία των εν λόγω διευκολύνσεων.

Ειδικότερα, οι διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων μπορούν να υποβάλλουν στην ΚΤ αίτηση πρόσβασης σε στοιχεία τηρούμενα στη βάση πιστωτικών της δεδομένων αναφορικά με τις πιστωτικές διευκολύνσεις τις οποίες διαχειρίζονται, ενώ απόκειται στην ΚΤ να εγκρίνει ή να απορρίπτει κάθε τέτοια αίτηση. Η εν λόγω πρόσβαση παραχωρείται μόνο για σκοπούς διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων κατά τα προβλεπόμενα στη σχετική σύμβαση ανάθεσης και βάσει κριτηρίων, όρων και προϋποθέσεων που καθορίζονται από την ίδια την ΚΤ διά της έκδοσης σχετικών οδηγιών ή άλλως πως.

Εφόσον η ΚΤ εγκρίνει ορισμένη αίτηση πρόσβασης, ο διαχειριστής θα αποκτά δικαίωμα πρόσβασης και στη βάση δεδομένων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Στήριξη

Σε γνώμη που υπογράφει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi αναφέρεται ότι στο πλαίσιο της ανάθεσης συγκεκριμένων καθηκόντων που δεν αφορούν το ΕΣΚΤ σε ορισμένη ΕθνΚΤ και προκειμένου να διασφαλίζεται η άσκησή τους κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την επιχειρησιακή ή οικονομική ικανότητα της εν λόγω ΕθνΚΤ να ασκεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ ή με το Ευρωσύστημα καθήκοντά της, αυτή πρέπει να διαθέτει πρόσθετο προσωπικό και οικονομικούς πόρους.

Ακόμη, η ΕΚΤ σημειώνει ότι, σύμφωνα με τον βασικό νόμο, οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων υποχρεούνται να αποζημιώνουν την ΚΤ για όλα τα έξοδα που ανάγονται στην άσκηση των εποπτικών της λειτουργιών, καταβάλλοντας ετήσιο τέλος ύψους €3 χιλ.

Η ΕΚΤ επιθυμεί να επαναλάβει ότι εν προκειμένω θα ήταν προσφορότερη η θέσπιση ενός πιο ευέλικτου μηχανισμού καθορισμού του ύψους του τέλους ενόψει της ανάγκης διαφύλαξης της οικονομικής ανεξαρτησίας της ΚΤ.

Παραδείγματος χάριν, ίσως θα ήταν χρήσιμο να περιληφθεί στον βασικό νόμο διάταξη που θα καθιστά δυνατή την αύξηση των τελών, εφόσον κρίνεται αναγκαίο. Επιπλέον, χάριν συνέπειας της ρύθμισης η ΕΚΤ προτείνει στον νομοθέτη να εξετάσει κατά πόσον θα πρέπει να περιληφθεί στον βασικό νόμο διάταξη περί αποζημίωσης της ΚΤ και για έξοδά της από την αδειοδότηση και εποπτεία των διαχειριστών πιστωτικών διευκολύνσεων.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, με δεδομένη την παρατεταμένη παρουσία σημαντικών αποθεμάτων ΜΕΔ στους ισολογισμούς ορισμένων ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων και ενόψει της ανάγκης επίτευξης μιας ολοκληρωμένης λύσης για τη διευθέτηση των ΜΕΔ η ανάπτυξη δευτερογενών αγορών μπορεί να συμβάλει στη μείωσή τους. Εξάλλου, στο πλαίσιο μιας θεώρησης προσανατολισμένης στο μέλλον σημειώνεται ότι οι δευτερογενείς αγορές που λειτουργούν αποτελεσματικά μπορούν να αποτρέψουν τη συσσώρευση αποθεμάτων ΜΕΔ.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι το σχέδιο νόμου αποσκοπεί σε εξαίρεση των τιτλοποιήσεων από το πεδίο εφαρμογής του. Η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόθεση αυτή του νομοθέτη, η οποία θα διασφαλίσει ότι το σχέδιο νόμου δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τη δραστηριότητα τιτλοποίησης.

Η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την κατάργηση του ισχύοντος κατώτατου ορίου του ενός εκατομμυρίου ευρώ, η υπέρβαση του οποίου καθιστά ανεφάρμοστο τον βασικό νόμο σε σχέση με την πώληση πιστωτικών διευκολύνσεων σε φυσικά πρόσωπα και μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι με την κατάργηση του εν λόγω κατώτατου ορίου ο βασικός νόμος θα εφαρμόζεται σε κάθε είδους συναλλαγή επί πιστωτικών διευκολύνσεων διενεργούμενη από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται προς τούτο κατά τις διατάξεις του, με εξαίρεση τις συναλλαγές που διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο, τις τιτλοποιήσεις και τις μεταβιβάσεις τραπεζικών εργασιών.

Γίνεται κατανοητό ότι συνεπεία της εν λόγω τροποποίησης κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να διενεργήσει συναλλαγές επί πιστωτικών διευκολύνσεων στην Κύπρο θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του βασικού νόμου και, ιδίως, με τις απαιτήσεις αδειοδότησης και τις απαιτήσεις της εκ των προτέρων και εκ των υστέρων κοινοποίησης.

Η ΕΚΤ λαμβάνει επίσης υπόψη την επέκταση του καταλόγου νομικών προσώπων τα οποία νομιμοποιούνται να αγοράζουν πιστωτικές διευκολύνσεις βάσει του βασικού νόμου και, ιδίως, τη συμπερίληψη μεταξύ αυτών των νομικών προσώπων που έχουν λάβει εκ των προτέρων γραπτή έγκριση της ΚΤ.

 Γίνεται κατανοητό ότι τα νομικά αυτά πρόσωπα δεν θα εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας της ΚΤ και ότι, ειδικότερα, οι διατάξεις σχετικά με τις μεταβολές στις ειδικές συμμετοχές, την αναστολή και ανάκληση άδειας, την εποπτεία, το ελάχιστο κεφάλαιο, την αξιολόγηση των οργάνων διοίκησης, την υποβολή πληροφοριών και τη διενέργεια ερευνών θα εφαρμόζονται αποκλειστικά σε σχέση με εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων και διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων.

Όσον αφορά την απαίτηση της εκ των υστέρων κοινοποίησης τελεσθεισών συναλλαγών επί πιστωτικών διευκολύνσεων, η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι υποχρεώνοντας τον εκχωρητή και τον αγοραστή να ειδοποιούν σχετικά, πέραν των εμπλεκόμενων δανειοληπτών, και τους εγγυητές, τους παρόχους εξασφάλισης και τις οικίες κυβερνητικές υπηρεσίες, ο νομοθέτης απέβλεπε ενδεχομένως σε μεγαλύτερη διαφάνεια και σε διασφάλιση της συνεχούς επικαιροποίησης των αρχείων που τηρούνται στις εν λόγω υπηρεσίες.

Ωστόσο, η αιτούσα αρχή ενδεχομένως να πρέπει να εξετάσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην πράξη η υποχρέωση ειδοποίησης των εγγυητών και παρόχων εξασφάλισης, και ειδικότερα κατά πόσο αυτή μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο προσφυγής ενώπιον δικαστικών αρχών για διαδικαστικούς λόγους, όπως επί παραδείγματι σε περίπτωση που δεν ειδοποιείται δεόντως ή δεν ειδοποιείται καθόλου ορισμένος πάροχος, και να δημιουργήσει πρόσκομμα στην ομαλή εκτέλεση των συναλλαγών αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων.

Το σχέδιο νόμου απαιτεί από την ΚΤΚ την έκδοση οδηγίας σε σχέση με τη διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης των αιτήσεων χορήγησης άδειας σε διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη η ΚΤΚ δεν θα μπορεί να εξετάσει αιτήσεις ενδιαφερόμενων διαχειριστών πιστωτικών διευκολύνσεων προτού η ίδια εκδώσει οδηγία με την οποία θα ρυθμίζεται η τηρητέα διαδικασία. Όμως, αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την καθυστέρηση στην πράξη της εφαρμογής του βασικού νόμου όσον αφορά τη χορήγηση άδειας σε διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων όσο εκκρεμεί η έκδοση των σχετικών οδηγιών από την ΚΤΚ. Προτείνεται λοιπόν να αναθεωρηθεί η διατύπωση της σχετικής διάταξης κατά τρόπο που να επιτρέπει στην ΚΤΚ, αντί να απαιτεί από αυτή, να εκδίδει οδηγίες για τη ρύθμιση της διαδικασίας αδειοδότησης σε εσωτερικό επίπεδο.

Εξάλλου, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την απαλλαγή από τις απαιτήσεις εκ των προτέρων κοινοποίησης όταν πρόκειται για εταιρείες του ίδιου συγκροτήματος εταιρειών. Γίνεται κατανοητό ότι σκοπός της εν λόγω απαλλαγής είναι η ελάφρυνση της υποχρέωσης κοινοποίησης συναλλαγών επί πιστωτικών διευκολύνσεων διενεργούμενων μεταξύ εταιρειών εντός του ίδιου συγκροτήματος εταιρειών

Τέλος, η ΕΚΤ επιβεβαιώνει ότι κατά την αντίληψή της οι κυπριακές αρχές επέλεξαν να μην προβούν στη ρητή θέσπιση ορίων όσον αφορά τις απαιτήσεις μόχλευσης και ρευστότητας σε σχέση με τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, προκειμένου να παρέχουν ευρύτερο φάσμα ευκαιριών σε νέες εταιρείες που εισέρχονται στην αγορά των εν λόγω υπηρεσιών, ενόψει της διευκόλυνσης της αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους.

Γ.Χ.