You are here

Ομόφωνα η απόρριψη αναπομπής για ΦΠΑ στο ρεύμα

04/01/2022 10:53

Η Ολομέλειας της Βουλής, απέρριψε ομόφωνα την αναπομπή του νόμου για καθολική μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στο 9% για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η αναπομπή απορρίφθηκε ομόφωνα, καθώς πέραν των κομμάτων της αντιπολίτευσης που εξήγησαν τους λόγους της διαφωνίας τους, εναντίον της αναπομπής τοποθετήθηκε και ο ΔΗΣΥ, για λόγους που εξήγησε οβουλευτής του κόμματος Χάρης Γεωργιάδης.

Τα επιχειρήματα ΔΗΣΥ για απόρριψη αναπομπής

Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη ο ΔΗΣΥ διαφωνεί με την επ’ αόριστον και οριζόντια μείωση της φορολογίας στο ρεύμα. «Δεν μας βρίσκουν σύμφωνες τέτοιες ρυθμίσεις που δεν είναι στοχευμένες», είπε, ειδικά, όπως επεσήμανε, από τη στιγμή που η κυβέρνηση έλαβε στοχευμένα μέτρα για μείωση του ΦΠΑ για τις ευάλωτες ομάδες και μείωση του και για να νοικοκυριά.

Ωστόσο, πρόσθεσε, «δεν μπορούμε να στηρίξουμε την αναπομπή, δεν μας βρίσκει σύμφωνους».

Ο κ. Γεωργιάδης χαρακτήρισε αχρείαστη την αναπομπή, καθώς όπως είπε, η εκτελεστική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να επαναφέρει με διάταγμα το συντελεστή φορολογίας, οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς καμία δημοσιονομική επίπτωση. Στη βάση αυτή, χαρακτήρισε ως «πυροτέχνημα» την πρόταση νόμου για μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα.

Επισημαίνοντας ακόμα ένα λόγο διαφωνίας με την αναπομπή, αναφέρθηκε στον ισχυρισμό που περιλαμβάνεται στην επιστολή αναπομπής, ότι το νομοθετικό σώμα δεν δικαιούται να μειώνει φορολογίες.

Σημείωσε ότι ο ΔΗΣΥ είναι έτοιμος να συζητήσει με πολιτικούς όρους το συγκεκριμένο θέμα, τονίζοντας ότι πρέπει είτε είναι στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, όλοι να λειτουργούν υπεύθυνα σε ότι αφορά τις αλλαγές στη φορολογία. «Δεν είναι υπεύθυνο», είπε, «να θέλουμε να μειώνονται τα έσοδα και ταυτόχρονα να αυξάνονται τα έξοδα».

Ζητά περαιτέρω μέτρα η αντιπολίτευση

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν επικρίσεις στην κυβέρνηση για την αναπομπή, ζητώντας παράλληλα, όπως αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες για ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους για τους πολίτες.

Ο γγ του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου, ανέφερε ότι «αν είμασταν ανεύθυνοι θα συμφωνούσαμε με την πρόταση που υπήρχε για περαιτέρω μείωση του ΦΠΑ, ωστόσο κρίναμε ότι αυτή την μείωση μπορεί το κράτος να την απορροφήσει, αν υπάρχει βούληση».

Ο κ. Στεφάνου υποστήριξε ότι το κόστος των €75 εκατ. για τη ρύθμιση, που επικαλείται η κυβέρνηση, είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό και ανέφερε ότι για το πρόβλημα που αντιμετωπίζεται σε σχέση με το κόστος ηλεκτρισμού, «έχει μεγάλη ευθύνη η κυβέρνηση για την ανικανότητά της, καθώς μεγάλο μέρος του αυξημένου κόστους οφείλεται στους ρύπους, επειδή η κυβέρνηση δεν έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει εδώ και χρόνια, να φέρει το φυσικό αέριο και τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα», όπως είπε.

Κάλεσε παράλληλα την κυβέρνηση να σκεφτεί τον κόσμο και να προωθήσει και άλλα μέτρα για τη μείωση της επιβάρυνσης στους καταναλωτές.

Από πλευράς του ΔΗΚΟ, η Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, επεσήμανε ότι ουδείς αμφισβητεί την οικονομική ορθότητα του νόμου που προτάθηκε αρχικά από το ΑΚΕΛ και υιοθετήθηκε ακολούθως από τα πλείστα κόμματα.

Έκανε λόγο για πολιτική υποκρισία τα τελευταία χρόνια, αναφέροντας πως «όταν κάποιοι έκλεισαν τον Συνεργατισμό και εκτόξευσαν το δημόσιο  χρέος κατά 6 μονάδες, ήταν δημοσιονομικά υπεύθυνοι και είχαν δημοσιονομικά περιθώρια. Σήμερα, για να ελαφρύνουμε τις τσέπες των καταναλωτών, είμαστε οικονομικά ανεύθυνοι και ανάλγητοι, κατά την κυβέρνηση».

Η κ. Ερωτοκρίτου υπέδειξε πως και άλλες χώρες υιοθέτησαν αυτά τα μέτρα, υποστηρίζοντας πως σήμερα δεν υπάρχει πολιτική βούληση «για να βοηθήσουμε τον τόπο μας».

Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Ηλίας Μυριάνθους, σημείωσε ότι και άλλες χώρες έλαβαν μέτρα με μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα, στο φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα. «Θεωρούμε λανθασμένη την προσέγγιση της αναπομπής», είπε, σημειώνοντας πως «αναμέναμε η κυβέρνηση να υιοθετήσει την πρόταση και να αναλάβει πρωτοβουλίες και προς άλλες κατευθύνσεις».

Ο βουλευτής της ΔΗΠΑ Αλέκος Τρυφωνίδης, κάλεσε την Νομική Υπηρεσία, η οποία κατά τη συνεδρία της επιτροπής Οικονομικών που προηγήθηκε, αναφέρθηκε στον αυστηρό διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, να είναι το ίδιο αυστηρά σκεπτόμενη και στα υπόλοιπα θέματα. Σημείωσε πως «όταν είναι να στηριχθεί ο λαός, ευρίσκονται αυτοί οι τυπικοί, συνταγματικοί λόγοι», αμφισβητώντας παράλληλα, το επιχείρημα της αναπομπής περί δημοσιονομικού εκτροχιασμού.

Υπέδειξε ότι η Βουλή απέκοψε πέραν των 30 εκατ. από τον προϋπολογισμό και πως υπάρχουν και άλλα μη αναγκαία ποσά. «Αν θέλαμε, μπορούσαν να βρεθούν τα ποσά για να δοθεί ανάστα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις», είπε.

Ο βουλευτής του ΕΛΑΜ Σωτήρης Ιωάννου, τόνισε τη μείωση του κύκλου εργασιών πολλών επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας, υποστηρίζοντας πως παρά το ότι θα τους επιστραφεί το ΦΠΑ, πολλές θα οδηγηθούν τελικά σε κλείσιμο και πολλοί εργαζόμενοι θα βρεθούν στην ανεργία, με αποτέλεσμα να έχει απώλεια εσόδων το κράτος. Σημείωσε ότι η μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα δεν ήταν η ολική λύση του προβλήματος αλλά ένα λιθαράκι στην αντιμετώπισή του.

Ο πρόεδρος των Οικολόγων Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, ανέφερε εξέφρασε έκπληξη και απογοήτευση για την αναπομπή. Σημείωσε ότι αναμενόταν περισσότερη ευαισθησία από την κυβέρνηση και έκανε λόγο για λανθασμένες κινήσεις που προκαλούν αδικία, όπως η αλλαγή στις ταρίφες ηλεκτρικού ρεύματος αναλόγως κατανάλωσης, μέσω των οποίων μπορούν να στηριχθούν τα φτωχά νοικοκυριά. Αναφέρθηκε επίσης στο κόστος των θερμοσυσσωρευτών, στην ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας.

Σημείωσε ότι αναμένονταν εξαγγελίες ανάλογες των μέτρων που λαμβάνονται σε άλλες χώρες, ωστόσο, όπως είπε, δεν είδαν τον προγραμματισμό που θα τους καθησυχάσει.

Θα καταφύγει στο Ανώτατο η κυβέρνηση

Πριν από τη συνεδρία της Ολομέλειας, είχε συνεδριάσει η κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών για να εξετάσει τους λόγους της αναπομπής, στην παρουσία του υπουργού Οικονομικών Κωνσταντίνου Πετρίδη και εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας.

Μετά το πέρας της συνεδρίας, ο κ. Πετρίδης ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα καταφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, για την τελική κρίση της νομοθεσίας.

Ο αναπεμφθείς νόμος ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής στις 3 Δεκεμβρίου και αναπέμφθηκε στη Βουλή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την 22α Δεκεμβρίου.

Στους λόγους της αναπομπής, ο Πρόεδρος αναφέρει ότι ο νόμος που ανέπεμψε παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ και παράλληλα την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

Προσθέτει ότι οι λόγοι αναπομπής είναι οικονομικοί και δημοσιονομικοί, αφού θεωρείται ότι η ψήφιση του νόμου θα επιφέρει μεγάλο αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά και θα εκτροχιάσει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις και στόχους του κράτους καθότι πρόκειται για ένα μέτρο με οριζόντια εφαρμογή για το οποίο δεν έχει καθοριστεί χρονικό πλαίσιο εφαρμογής. Όπως αναφέρεται, η απώλεια αναμένεται να ανέλθει στα 75 εκ. ευρώ περίπου για περίοδο ενός έτους με βάση τις εισπράξεις της ΑΗΚ για το ΦΠΑ.

Αναφέρει ακόμα ότι επί της ουσίας ο αναπεμθείς Νόμος παρεμβαίνει και τροποποιεί τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία υπόκειται στις δεσμεύσεις του ενωσιακού δικαίου και αντίκειται στις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, ήτοι του Άρθρου 167.

Διατυπώνει τη θέση ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, μέσα από τη ψήφιση νόμων που επηρεάζουν ουσιαστικά το σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής, παρεμβαίνει στην προσπάθεια της εκτελεστικής εξουσίας να εκπληρώσει τις δημοσιονομικές τις υποχρεώσεις, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και εισηγείται στη Βουλή να μην εμμείνει στην απόφασή της, αποδεχόμενη την Αναπομπή.

Της Μαρίας Χαμπή