You are here

Σενάρια για φόρμουλα - ασπίδα από τις ρήτρες

09/03/2021 06:54

Τον τρόπο με τον οποίο θα πετύχει τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του πολυνομοσχεδίου περί προστασίας του καταναλωτή που παρέχει εργαλεία για προστασία έναντι καταχρηστικών ρητρών, αναζητά η κοινοβουλευτική Επιτροπή Εμπορίου.

Στη σημερινή συνεδρία της Επιτροπής κλήθηκαν να παραστούν εκπρόσωποι του υπουργείου Εμπορίου, της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή, της Νομικής Υπηρεσίας και ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος.

Η υπουργός  Εμπορίου Νατάσα Πηλείδου, σε επαφές που είχε την περασμένη εβδομάδα με τον Σύνδεσμο Προστασίας Δανειοληπτών Τραπεζών (ΣΥΠΡΟΔΑΤ), ενημέρωσε ότι συζήτησε με τη Νομική Υπηρεσία, το ενδεχόμενο επεξεργασίας του λεκτικού του νομοσχεδίου, ώστε με την κατάλληλη προσθήκη να αποφευχθούν περιπλοκές.

Ωστόσο, πληροφορίες φέρουν τον χρηματοοικονομικό επίτροπο να έχει ετοιμάσει προσχέδιο για την τροποποίηση του περί καταχρηστικών ρητρών νόμου κατόπιν συνεννόησης με το υπουργείο Εμπορίου, για την προστασία μικρών επιχειρήσεων.

Η υπηρεσία ευρωπαϊκών υποθέσεων της Βουλής έχει ετοιμάσει ενημερωτικό σημείωμα για την ερμηνεία του όρου «καταναλωτής» σε σχέση με τις νομοθεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν στις καταχρηστικές ρήτρες.

Όπως σημειώνεται, με βάση τη σχετική οδηγία, «καταναλωτής» σημαίνει το κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.  Επιπλέον, ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών.

Με βάση την οδηγία, «τα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα κράτη μέλη της ΕΕ ακολούθησαν εν μέρει μόνο τον ορισμό της ευρωπαϊκής οδηγίας, ενώ σε κάποια κράτη μέλη εντοπίζονται αποκλίσεις στις ερμηνείες του όρου «καταναλωτής».

Τέσσερα μοντέλα ελέγχου ρητρών στην ΕΕ

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το σημείωμα της Υπηρεσίας, τα περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία πριν από τη υιοθέτηση της οδηγίας είχαν ήδη ένα ανεπτυγμένο σύστημα παρακολούθησης συμβατικών όρων, περιόρισαν το βαθμό μεταφοράς της σχετικής οδηγίας με μικρές αναπροσαρμογές στις ήδη ισχύουσες νομοθεσίες τους διατηρώντας ταυτόχρονα και το παλαιό τους νομικό πλαίσιο. Τα κράτη μέλη, τα οποία πριν από τη μεταφορά της οδηγίας δεν είχαν εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης των συμβατικών όρων, σε γενικές γραμμές ακολούθησαν το πνεύμα καθώς και το γράμμα της οδηγίας.

Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι το σύστημα ελέγχου των συμβατικών όρων στα κράτη μέλη της ΕΕ μπορεί να ταξινομηθεί σε τέσσερα διαφορετικά μοντέλα:

α) Στα Σκανδιναβικά Κράτη (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία) όπου η αναθεώρηση του περιεχόμενου των συμβάσεων αφορά όλες τις συμβάσεις δηλαδή μεταξύ επιχειρήσεων και νομικών προσώπων (B2B), μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτή (B2C) και μεταξύ ομότιμων (P2P), ενώ υπόκεινται σε έλεγχο/αναθεώρηση και ρήτρες οι οποίες εισήχθησαν στη σύμβαση στη βάση ατομικής διαπραγμάτευσης.

β) Σε κράτη μέλη, που παραδοσιακά ακολουθούν τη «θεωρία του κόστους συναλλαγής», όπου ο έλεγχος επεκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις (B2B, B2C, P2P) ωστόσο, μόνο οι τυπικοί όροι μιας σύμβασης υπόκεινται σε έλεγχο. Αντίθετα, η αναθεώρηση «όρων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης», είναι δυνατή μόνο για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτή (ως φυσικού προσώπου) (B2C). Αυτό το μοντέλο ισχύει στη Γερμανία, την Πορτογαλία, την Αυστρία και τις Κάτω Χώρες. Επίσης, η Ουγγαρία και η Λιθουανία έχουν υιοθετήσει το ίδιο μοντέλο ενώ, σε κάποιο βαθμό, και η Εσθονία εμπίπτει σ’ αυτή την ομάδα.

γ) Κράτη μέλη, τα οποία περιορίζουν τον έλεγχο στο περιεχόμενο συμβάσεων μεταξύ επιχείρησης και καταναλωτή (B2C), και στους όρους που αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Αυτά είναι η Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, καθώς και η Τσέχικη Δημοκρατία, η Λετονία και η Μάλτα. 

δ) Στο τέταρτο μοντέλο εμπίπτουν κράτη μέλη όπου ο έλεγχος περιεχομένου συμβάσεων περιορίζεται σε συμβάσεις μεταξύ επιχείρησης και καταναλωτή (φυσικού προσώπου) (B2C) και μπορούν να ελεγχθούν μόνο όροι σύμβασης που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Αυτά τα κράτη μέλη είναι η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία, αν και ορισμένα παρέχουν «μαύρη λίστα» και για συγκεκριμένες ρήτρες που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Μεταξύ των χωρών που επέλεξαν το εν λόγω μοντέλο περιλαμβάνονται επίσης, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Πολωνία, η Ρουμανία και Σλοβακία. 

Της Μαρίας Χαμπή