You are here

Ψάχνουν την άκρη της διαρροής εν μέσω μηνυμάτων ΕΕ

17/09/2020 07:11

Εξακολουθεί να ψάχνει την άκρη της διαρροής των εγγράφων για τις πολιτογραφήσεις η βουλή, στη σκιά εγχώριων και ξένων αποκαλύψεων μεγάλων προβλημάτων στην έκδοση διαβατηρίων σε επενδυτές, αλλά και των μηνυμάτων που άρχισαν να στέλνονται σε ανώτατο επίπεδο από την Κομισιόν.

Με τις σκιές γύρω από τα 18 μέλη του κοινοβουλίου που είχαν πρόσβαση στα έγγραφα σε σχέση με τις πολιτογραφήσεις να παραμένουν, ενώ η βουλή ξεκαθαρίζει πως η όποια διαρροή δεν έγινε από υπηρεσιακούς.

Η υπηρεσιακή έρευνα που έκανε η βουλή για τον εαυτό της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία διαρροή δεν έγινε μέχρι το σημείο που το αρχείο της βουλής παρέδιδε έγγραφα σχετικά με τις πολιτογραφήσεις σε βουλευτές, με τη σχετική έρευνα της αστυνομίας να συνεχίζει να αιωρείται.

Νέο στοιχείο στην συζήτηση γύρω από τη διαρροή φαίνεται αποτελούν οι αιχμές για κοινοβουλευτικούς συνεργάτες συγκεκριμένου βουλευτή που ζήτησαν πρόσβαση στα έγγραφα κατόπιν οδηγιών. Συγκεκριμένα, ο γενικός διευθυντής της βουλής αναφέρθηκε χθες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, «με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επανειλημμένα, δύο συγκεκριμένοι κοινοβουλευτικοί συνεργάτες, επικαλούμενοι οδηγίες συγκεκριμένου βουλευτή παραλήπτη, ζήτησαν να διαπιστώσουν κατά πόσο κάποια ονόματα αλλοδαπών περιλαμβάνονταν στα έγγραφα».

Έστω και αν ο πρόεδρος της βουλής αλλά και οι νομικοί που τον πλαισίωσαν χθες, έχουν επισημάνει ότι η αναφορά από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα, φαίνεται να ενισχύει τη ψιθυρολογία γύρω από το θέμα της διαρροής των εγγράφων, που σύμφωνα με τις επικρίσεις που άσκησαν τον τελευταίο καιρό τα κόμματα, αποπροσανατολίζει από την ουσία του ζητήματος, δηλαδή τα προβλήματα του προγράμματος πολιτογραφήσεων.

Παρά τις εσωτερικές ενέργειες της βουλής, το θέμα της αστυνομικής έρευνας για τη διαρροή εξακολουθεί να παραμένει σε εκκρεμότητα, καθώς από την ημέρα κοινοποίησης της γνωμοδότησης των τριών νομικών που συμβούλεψαν τη βουλή, οι αστυνομικές αρχές δεν έχουν επικοινωνήσει εκ νέου με τη βουλή.

Δείχνει δρόμο με νομικούς περιορισμούς η γνωμοδότηση

Κατά τις τοποθετήσεις τους, οι τρεις νομικοί επεσήμαναν ότι η γνωμοδότηση δεν είχε σκοπό να εμποδίσει τις όποιες έρευνες της αστυνομίας στη βουλή, αλλά να θέσει το ορθό πλαίσιο διενέργειας τους, εφόσον πρόκειται για πρωτόγνωρη περίπτωση με βάση τα δεδομένα της χώρας.

Η ορθή διαδικασία όπως επισημάνθηκε, προϋποθέτει ότι η αστυνομία θα αποταθεί στο Ανώτατο για την εξασφάλιση άδειας διενέργειας ανακριτικών πράξεων στη βουλή. Η έκδοση διατάγματος άρσης ασυλίας που θα επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, προκύπτει είτε μετά από συναίνεση της βουλής, κάτι που δεν φαίνεται να εφαρμόζεται σε αυτή την περίπτωση, είτε μετά από σχετική απόφαση που θα λάβει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Πάντως οι τρεις νομικοί, κατέστησαν σαφές πως δεν πρόκειται για κάτι απλό, καθώς στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα ενέχει κοινοβουλευτική και πολιτική πτυχή, κάτι που ενδέχεται να θωρακίζει τη βουλή, σε αντίθεση με προηγούμενες περιπτώσεις άρσης ασυλίας.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ασφάλεια που προσδίδει στο κοινοβουλευτικό Σώμα το Σύνταγμα, με τους νομικούς να επισημαίνουν σε αρκετές περιπτώσεις ότι χρειάζεται προσοχή στη διαδικασία ώστε να μην οδηγηθεί σε νομικό αδιέξοδο και να «αθωωθούν αυτοί που δεν θα έπρεπε», όπως αναφέρθηκε.

Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασαν μάλιστα την άποψη ότι η παράδοση εγγράφων μεμονωμένα από κόμματα, κατά τον τρόπο που ενήργησε η ΕΔΕΚ, μάλλον δεν μπορεί να προσφέρει σε τυχόν δικαστική διαδικασία εφόσον προκύπτει κίνδυνος «επιμόλυνσης», εάν δεν τηρηθεί ορθή διαδικασία εξασφάλισης τους.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τη στιγμή που σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι ευρωπαϊκές αρχές δείχνουν την πρόθεση να σφίξουν τον κλοιό σε σχέση με προγράμματα παραχώρησης διαβατηρίων, όπως το κυπριακό επενδυτικό πρόγραμμα.

Χαρακτηριστικό ήταν το μήνυμα που έστειλε χθες η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, η οποία τόνισε πως «οι παραβιάσεις του κράτους δικαίου δεν θα γίνουν ανεκτές», εντάσσοντας σε αυτό πλαίσιο «την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου, την ελευθερία του Τύπου, την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος αλλά και την «πώληση χρυσών διαβατηρίων».

Της Μαρίας Χαμπή