You are here

Α. Δημητρίου: Ύψιστη προτεραιότητα η εμβάθυνση δημοκρατίας

22/10/2021 17:16

Τον ρόλο των Κοινοβουλίων στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανέδειξε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Αννίτα Δημητρίου, κατά την ομιλία της στη θεματική ενότητα «Το κοινό μέλλον των Ευρωπαίων πολιτών», στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Προέδρων Κοινοβουλίων των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που διεξάγεται στην Αθήνα.

«Τα Κοινοβούλια οφείλουν να αδράξουν την ευκαιρία των μεταβαλλόμενων σημερινών συνθηκών, ώστε να καταστούν οι πραγματικοί φορείς των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για ένα πιο ανθρωποκεντρικό κράτος και μία στρατηγική για το μέλλον, που να θεμελιώνει στην πράξη τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου», σημείωσε η κ. Δημητρίου.

Όπως ανέφερε, η διασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος για τις επόμενες γενιές, όπου θα επικρατούν συνθήκες ειρήνης, ευημερίας και ασφάλειας, προϋποθέτει τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και την προσήλωση όλων των κρατών μελών στις αρχές και αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Πρέπει λοιπόν, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Βουλής, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και πληθώρα άλλων Συμβάσεων να τύχουν του δέοντος σεβασμού και να εφαρμοστούν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Άλλωστε, ανέφερε η κ. Δημητρίου, η δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προστατεύει τα δικαιώματα 830 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών έναντι κάθε μορφής παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ενώ έχει συμβάλει τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό της έννομης τάξης των κρατών μελών.

Η κ. Δημητρίου τόνισε ότι οι κοινές αρχές και αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης κλονίζονται, με αποτέλεσμα χιλιάδες πολίτες να στερούνται αξιοπρεπούς διαβίωσης σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας. Συνέπεια της υπονόμευσης αυτών των αρχών, πρόσθεσε, είναι ότι πολλά άτομα εξακολουθούν να εκτίθενται σε διακρίσεις, φτώχεια, βία και απελπισία.

«Η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων αποτελεί μόνιμο στοίχημα. Δεν μπορεί, να επιδεικνύεται οποιαδήποτε ανοχή στη μη εφαρμογή των συμβατικών υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, όπως αυτές απορρέουν από τη Σύμβαση και τη ρητή αναγνώριση της υπεροχής της», τόνισε η κ. Δημητρίου, επισημαίνοντας ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να απορροφήσουν το σύνολο του κεκτημένου του Συμβουλίου της Ευρώπης, αντλώντας από την τεράστια τεχνογνωσία που παρέχει ο Οργανισμός και οι επιμέρους μηχανισμοί του.

Παράλληλα, η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφέρθηκε στις προοπτικές που διανοίγει ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών για τη σχέση των πολιτών με το κράτος και την ενδυνάμωση των δημοκρατικών και συμμετοχικών διαδικασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε ως παράδειγμα το «Σπίτι του Πολίτη» που εγκαινίασε η Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέχοντας νέες ευκαιρίες στον πολίτη να πληροφορηθεί και να συνδράμει ενεργά στο νομοθετικό έργο.
 
Η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων συναντήθηκε επίσης με τον Πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου σερ Λίντσεϊ Χόιλ. Κατά τη συνάντηση, η κ. Δημητρίου ενημέρωσε τον Βρετανό ομόλογό της για τις τελευταίες παράνομες ενέργειες της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου, ειδικότερα στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου. Ως εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η στήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, ανέφερε η κ. Δημητρίου. Ο σερ Λίντσεϊ Χόιλ εξέφρασε τη στήριξη της χώρας του στον πάγιο στόχο επανένωσης της Κύπρου, προσθέτοντας ότι η επίλυση του Κυπριακού θα επιτρέψει στη χώρα να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό όλα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
 
Αντηλλάγησαν επίσης απόψεις για την ανάγκη διεύρυνσης και εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων, ιδιαίτερα στον εμπορικό και επενδυτικό τομέα. Τονίστηκε ακόμα η δυναμική παρουσία της κυπριακής κοινότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικότερα η ανάγκη εξεύρεσης τρόπων οικονομικής στήριξης του μεγάλου αριθμού των Κυπρίων φοιτητών οι οποίοι παραδοσιακά επέλεγαν και συνεχίζουν να επιλέγουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας για τις σπουδές τους.