You are here

Εισαγγελέας: Βουλευτές έχουν ΜΕΔ €9,5 εκ.

15/03/2019 07:20

Ο γενικός εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης υπεραμύνθηκε εκ νέου των ευρημάτων που καταγράφονται στο πόρισμα της τριμελούς επιτροπής για την κατάρρευση του Συνεργατισμού επισημαίνοντας μεταξύ άλλων και τη σύγκρουση συμφερόντων βουλευτών σε ότι αφορά τη συμμετοχή τους σε αποφάσεις που είχαν να κάνουν με τον Συνεργατισμό.

Κλασικό παράδειγμα μέσα από το οποίο αναδύεται πρόβλημα σύγκρουσης συμφέροντος βουλευτών, είπε, είναι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση της ερευνητικής επιτροπής για την κατάρρευση του Συνεργατισμού.

Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, είπε, κατά την 31η Ιουλίου του 2017 υπήρχαν στον Συνεργατικό Πιστωτικό Τομέα 91 δανειακές συμβάσεις από μέλη του κοινοβουλίου με υπόλοιπο €13 εκ., από τις οποίες 36 συμβάσεις κατατάσσονται ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια για συνολικό ποσό €9.480.000.

Μιλώντας σε συζήτηση με τίτλο «Το ασυμβίβαστο των Κυπρίων Βουλευτών» που διοργάνωσε χθες βράδυ η επιτροπή νομικών του Ινστιτούτου Νέων Επιστημόνων στη δημοσιογραφική Εστία, με ομιλητές τον γενικό εισαγγελέα και τον γενικό ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, στην οποία παρευρέθηκαν ο πρόεδρος της βουλής Δημήτρης Συλλούρης, βουλευτές, πρόεδροι ή εκπρόσωποι κομμάτων και απλοί πολίτες, ο κ. Κληρίδης είπε ότι λόγω αυτού του γεγονότος τέθηκε από την ερευνητική επιτροπή η απορία πώς μέλη του κοινοβουλίου με ΜΕΔ εκτελούν νομοθετικά καθήκοντα όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με ΜΕΔ.
 
Ανέφερε ότι η GRECO έχει προβεί σε παρόμοιας φύσης συστάσεις σε σχέση με τα μέλη της βουλής οι οποίες βρίσκονται σε μια διαδικασία υλοποίησης αλλά ακόμη δεν έχουν εφαρμοστεί, και πρόσθεσε ότι «δεν είναι μόνο για βουλευτές που δεν έχουν εφαρμοστεί ή υλοποιηθεί συστάσεις της GRECO, είναι και για τους δικαστές και για τους εισαγγελείς».
 
Ανέφερε επίσης ότι μία από αυτές τις συστάσεις σε σχέση με βουλευτές αναφέρεται στη λήψη μέτρων έτσι ώστε πάσης φύσεως αμοιβές και ωφελήματα που λαμβάνονται από βουλευτές είτε από τον δημόσιο, είτε από τον ιδιωτικό τομέα να διέπονται από ξεκάθαρους κανονισμούς, από επαρκή λογιστικό έλεγχο και κάτω από δημόσια διαφάνεια.
 
Περαιτέρω, ο γενικός εισαγγελέας είπε ότι σύμφωνα με άλλη σύσταση της GRECO θα πρέπει να υιοθετηθεί και ένας κώδικας δεοντολογίας/συμπεριφοράς για τα μέλη του κοινοβουλίου, που να καλύπτει ποικίλες καταστάσεις σύγκρουσης συμφέροντος (αποδοχή δώρων και πλεονεκτημάτων, διασυνδέσεις με τρίτα πρόσωπα, παράπλευρες δραστηριότητες κ.α.).
 
Ανέφερε ότι από τις 57 χώρες μέλη του ΟΑΣΕ, οι 27 έχουν υιοθετήσει κώδικα συμπεριφοράς βουλευτών και σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Κύπρος, και σημείωσε ότι σε πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού σε σχέση με την αξιολόγηση του ρόλου που διαδραματίζουν οι κώδικες συμπεριφοράς των εθνικών κοινοβουλίων στην προώθηση της διασφάλισης της ακεραιότητας των μελών του κοινοβουλίου αναφέρεται ότι κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει παρατηρηθεί αυξημένη προσοχή στον ρόλο που τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να διαδραματίσουν στην προώθηση των αναγκών της ακεραιότητας και στη συνδρομή των προσπαθειών καταπολέμησης της διαφθοράς κάποτε ως αποτέλεσμα πολιτικών σκανδάλων και διερεύνησης περιπτώσεων διαφθοράς.
 
Ο γενικός εισαγγελέας αναφέρθηκε στο ασυμβίβαστο των βουλευτών, το οποίο μπορεί να προσεγγιστεί κάτω από δύο πτυχές, που είναι η αποτροπή δημιουργίας καταστάσεων ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφέροντος και η ενδεχόμενη άσκηση από εκλεγέντα βουλευτή οποιουδήποτε επαγγέλματος κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας.
 
Ο κ. Κληρίδης αναφέρθηκε επίσης στην αρχή του ασυμβιβάστου η οποία απαγορεύει, όπως είπε, τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του βουλευτή και κάποιου άλλου δημόσιου λειτουργήματος, με σκοπό την προστασία του δημόσιου λειτουργήματος από τον κίνδυνο δημιουργίας καταστάσεων εξάρτησης ή επηρεασμού του βουλευτού από την δημοσιοϋπαλληλική θέση που κατέχει και για να διαφυλαχθεί παράλληλα η αντικειμενικότητα και η πολιτική ουδετερότητα της διοίκησης, και σημείωσε ότι στο κυπριακό σύνταγμα υπάρχουν οι σχετικές απαγορευτικές διατάσεις.
 
Αναφορικά με αιρετούς αξιωματούχους όπως είναι οι βουλευτές, οι οποίοι δεν διορίζονται και δεν μπορεί να τερματιστεί η θητεία τους, ο κ. Κληρίδης είπε ότι η επιτροπή διερεύνησης ασυμβιβάστου που εγκαθιδρύεται από το νόμο για αιρετούς αξιωματούχους, αν ερευνήσει και διαπιστώσει τυχόν ασυμβίβαστο ή και παράλειψη αποκάλυψης συντάσσει πόρισμα το οποίο δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Πρόσθεσε ότι αυτές οι νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι ικανοποιητικές έτσι ώστε αποτελεσματικά να αποτρέπουν την ύπαρξη ασυμβίβαστου και τη σύγκρουση συμφέροντος από βουλευτές.
 
Αναφορικά με τη μελέτη η οποία ετοιμάστηκε με την βοήθεια του Πανεπιστημίου Κύπρου και στην οποία γίνεται αναφορά στην έκθεση της GRECO, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «οι πληροφορίες που δόθηκαν δημόσια είναι ότι σε σχέση με τους βουλευτές θα πρέπει να γίνει μια διαφορετική ρύθμιση για τα θέματα σύγκρουσης συμφερόντων σε σχέση με άλλους κρατικούς αξιωματούχος».
 
Στην περίπτωση των βουλευτών, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, γίνεται εισήγηση για διευθέτηση ενός συστήματος αυτορρύθμισης σύμφωνα με το οποίο η ίδια η βουλή να υιοθετήσει μια ρύθμιση η οποία θα καθιστά υποχρεωτική τη δήλωση σύγκρουσης συμφερόντων, ο δε έλεγχος της συμμόρφωσης προς αυτή να γίνεται εσωτερικά είτε από τον πρόεδρο της βουλής, είτε από ειδική επιτροπή δεοντολογίας.
 
Να υπάρχει δε η δυνατότητα επιβολής κυρώσεως όπως για παράδειγμα επίπληξης, απολογίας ή και προστίμου, πρόσθεσε.
 
Σε παρέμβαση του ο πρόεδρος της βουλής είπε ότι οι νόμοι μας όπου και αν υπάρχουν σε σχέση με αυτά τα θέματα πάσχουν και δεν ασχολούνται ουσιαστικά με τη σύγκρουση συμφερόντων. Είπε ακόμη ότι το άλλο μειονέκτημα είναι πως είναι διάσπαρτοι σε πολλούς νόμους οι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος.
 
Από την πλευρά του, ο γενικός ελεγκτής είπε ότι ο νόμος 7 περί ασυμβίβαστου του 2018 έχει αρκετά κενά που πρέπει να κλείσουν, ενώ αναφορικά με το θέμα σύγκρουσης συμφέροντος όταν ένας βουλευτής καλείται να αποφασίσει για μια υπόθεση η έκβαση της οποίας μπορεί να επηρεάσει το προσωπικό του συμφέρον, είπε ότι σε περίπτωση που προκύπτει θέμα σύγκρουσης συμφέροντος θα πρέπει να καθορίζεται ο αποδεκτός χειρισμός όπως είναι το αποκαλύπτω και απέχω από την απόφαση ή από τη συνεδρία μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ή απλώς το αποκαλύπτω.
 
Ανέφερε ότι ο κανονισμός 44 της βουλής προβλέπει ότι όταν ένα μέλος μιας επιτροπής έχει άμεσο προσωπικό συμφέρον με το θέμα που εξετάζει η επιτροπή οφείλει να δηλώσει την ύπαρξη ενδιαφέροντος του μέλους, και εξέφρασε την άποψη ότι δεν ισχύει αναφορά που καταγράφεται στην έκθεση της GRECO για την Κύπρο ότι σήμερα υπάρχει πρακτική για την αποκάλυψη τυχόν προσωπικού συμφέροντος στην ολομέλεια της βουλής.
 
Σε παρέμβασή του ο πρόεδρος της βουλής ανέφερε πως υπάρχει κατ’ αναλογία – δεν το λέει ο κανονισμός ούτε το Σύνταγμα – προσθέτοντας ότι το τί συμβαίνει στις επιτροπές ερμηνεύθηκε από το κοινοβούλιο διαχρονικά ότι ο βουλευτής οφείλει να το δηλώσει.
 
Ο γενικός ελεγκτής είπε ότι οι βουλευτές που είχαν ΜΕΔ και δεν αποκάλυψαν αυτή την ιδιότητα τους κατά τη συζήτηση σχετικών νομοσχεδίων παραβίασαν κάποιον κανονισμό της βουλής που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.
 
Ο κ. Μιχαηλίδης διερωτήθηκε κατά πόσον εμπίπτει στον ορισμό περί προσωπικού συμφέροντος αν είναι προς συμφέρον του παιδιού του βουλευτή ή άλλου συγγενικού του προσώπου ή κατά πόσον είναι αρκετό να δηλώνει ο βουλευτής τη σύγκρουση συμφέροντος και να παραμένει στη συνεδρία της επιτροπής ή θα πρέπει να αποχωρεί ή στην ολομέλεια να το δηλώνει και να μένει να ψηφίζει ή να απέχει από την ψηφοφορία.
 
Σε σχέση με το ασυμβίβαστο, ο γενικός ελεγκτής έθεσε σειρά ερωτημάτων κατά πόσον θέλουμε βουλευτές καριέρας, δηλαδή να εκλέγεται κάποιος στην ηλικία των 40 ετών και στα 45 να θεωρεί ότι θα πρέπει να επανεκλεγεί ή θα ψάχνει για δουλειά από την οποία απείχε για πέντε χρόνια ή 10 χρόνια μετά τη δεύτερη θητεία του.
 
Ανέφερε ότι οι υπουργοί είναι πλήρους απασχόλησης και δεν υπάρχει επιλογή, ενώ στους βουλευτές υπάρχει επιλογή.
 
Επίσης, ο κ. Μιχαηλίδης διερωτήθηκε κατά πόσον θέλουμε να εκλεγούν βουλευτές αυτοί που έχουν λύσει το οικονομικό τους πρόβλημα ή έχουν διασφαλισμένη τη θέση εργασίας τους για να μπορέσουν να επιστρέψουν μετά τη λήξη της θητείας τους.
 
Ο κ. Μιχαηλίδης εξέφρασε την άποψη ότι η καθολική απαγόρευση σε εργασία στον βουλευτή έχει περισσότερα αρνητικά από τα θετικά και χαιρέτισε το γεγονός ότι με αυτό συμφωνεί και ο γενικός εισαγγελέας.
 
Ανέφερε ότι το προσωπικό συμφέρον που υπάρχει στον κανονισμό της βουλής θα πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τον βουλευτή αλλά να επεκτείνεται στην σύζυγό του και σε συγγενείς πρώτου βαθμού και συνεταίρους του βουλευτή. Πρόσθεσε ότι θεωρεί λάθος ο βουλευτής να παραμείνει στη συζήτηση θέματος που έχει προσωπικό συμφέρον, αλλά και να συμμετάσχει στην ψηφοφορία του ίδιου θέματος.
 
Αυτοί που έχουν σύγκρουση συμφέροντος κατά τη συζήτηση σε μια επιτροπή της βουλής θα πρέπει να το δηλώνουν και να αποχωρούν, ανέφερε, προσθέτοντας σε σχέση με την ολομέλεια ότι «η όποια σύγκρουση συμφέροντος θα πρέπει να αποκαλύπτεται και αυτό «θα πρέπει να γίνει με κανονισμό που να είναι σαφής και ρητός και όχι με μια κοινοβουλευτική πρακτική».
 
Αναφορικά με τη συμμετοχή του βουλευτή σε ψηφοφορία στην ολομέλεια όταν αφορά θέμα που έχει σύγκρουση συμφέροντος, ο κ. Μιχαηλίδης εξέφρασε την άποψη ότι οι βουλευτές θα πρέπει να ψηφίζουν και όχι να αποχωρούν.