You are here

Πρόταση ρύθμισης διαιτησιών σε ΣΠΙ

20/10/2016 15:40
Πρόταση νόμου για τη ρύθμιση της διαδικασίας διαιτησίας για την επίλυση διαφορών μεταξύ συνεργατικών εταιρειών και δανειοληπτών κατέθεσε η βουλευτής της Συμμαχίας Πολιτών Άννα Θεολόγου, σημειώνοντας ότι η πρόταση αντιμετωπίζεται θετικά και από άλλα κόμματα.

Όπως δήλωσε η κ. Θεολόγου η πρόταση αφορά διαδικασίες που ακολουθούν τα συνεργατικά ιδρύματα για επίλυση διαφορών με δανειολήπτες, στη βάση των οποίων γίνεται η επιλογή της δικαστικής οδού ή της οδού της διαιτησίας.

Στην περίπτωση της διαδικασίας διαιτησίας ωστόσο, εντοπίζονται προβλήματα όπως είπε, δίνοντας ως παράδειγμα τον ορισμό του διαιτητή από το συνεργατικό ίδρυμα χωρίς την αποδοχή του άλλου μέρους, την επιλογή της διαδικασίας διαιτησίας χωρίς συνεννόηση με τον δανειολήπτη και τη σύγκρουση συμφερόντων όταν για παράδειγμα ο διαιτητής είναι υπάλληλος του συνεργατικού ιδρύματος, κατηγορία στην οποία εμπίπτουν πολλές περιπτώσεις όπως σημείωσε.

Άλλο πρόβλημα που εντοπίζεται, σημείωσε, είναι η ενημέρωση για την απόφαση του διαιτητή, καθιστώντας υποχρεωτική την ύπαρξη γραπτού εγγράφου απόφασης ώστε να μην βγαίνουν αποφάσεις εν αγνοία των ενδιαφερομένων ενώ, ορίζει όπως σε περίπτωση ταυτόχρονης εξέλιξης δικαστικής διαμάχης και διαιτησίας, να έχει προτεραιότητα η δικαστική διαδικασία και να μην παραγκωνίζεται λόγω διαιτησίας, όπως δήλωσε η κ. Θεολόγου.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση προωθείται η τροποποίηση του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου με σκοπό να εκσυγχρονιστεί και να συνάδει με τα ανθρώπινα δικαιώματα των δανειοληπτών και καταναλωτών για διαφάνεια στον τρόπο που παραπέμπονται σε διαιτησία διαφορές των ΣΠΙ με τα μέλη τους και για έγκαιρη πληροφόρηση τους για τα δικαιώματα τους.

«Όπως ισχύει ο νόμος σήμερα τα ΣΠΙ μονομερώς και χωρίς την γνώση του δανειολήπτη παραπέμπουν την ισχυριζόμενη διαφορά τους στον έφορο υποτίθεται για να προσπαθήσει για επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ των μερών , αλλά στην πράξη ο έφορος πάντοτε παραπέμπει αμέσως την υπόθεση σε διαιτητή που επιλέγει ο ίδιος χωρίς την γνώση του δανειολήπτη» αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση και προστίθεται ότι οι δανειολήπτες βρίσκονται προ τετελεσμένων.

Αναφέρεται επίσης, ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η γνωστοποίηση της διαιτητικής απόφασης ακόμη και προφορικά στον δανειολήπτη έχει κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι είναι έγκυρη και νόμιμη, όμως η λήψη γνώσης της διαιτητικής απόφασης από τον ενδιαφερόμενο ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση για την προθεσμία καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης και δεν μπορεί τέτοιο δικαίωμα του δανειολήπτη με τόσο σοβαρές οικονομικές και άλλες συνέπειες να αφεθεί στην προφορική ενημέρωση του από την στιγμή που δικαστικές αποφάσεις πρέπει να επιδίδονται στον ενδιαφερόμενο για να παράγουν έννομα αποτελέσματα και ή για τρέξουν προθεσμίες και ή για να είναι εκτελεστές.

Προστίθεται ότι ενώ κάθε δικαστική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ένεκα εξασφάλισης της με δόλο και / ή να παραμερισθεί ένεκα εξασφάλισης της ερήμην του δανειολήπτη, οι διαιτητικές αποφάσεις δεν μπορούν να ακυρωθούν ως έχει ο νόμος αυτή την στιγμή.

Παράλληλα γίνεται αναφορά σε εγκύκλιο του Συνεργατισμού προς δικηγόρους που χειρίζονται υποθέσεις, με οδηγίες για προτίμηση της διαδικασίας της διαιτησίας.

Όπως αναφέρεται, δεν μπορεί αυτή την στιγμή να υπάρχει έφεση σε απόφαση που λήφθηκε σε διαιτησία ερήμην του δανειολήπτη και ούτε η προθεσμία των 21 ημερών παρατείνεται για έφεση σε διαιτητική απόφαση όπως γίνεται στα πολιτικά δικαστήρια.

«Η κατάργηση του άρθρου 51 είναι επιτακτική εφόσον δεν μπορεί ο Συνεργατισμός να έχει το προνόμιο να δεσμεύει ακίνητες περιουσίες και λογαριασμούς καταθέσεων των πελατών τους χωρίς δικαστική απόφαση» σημειώνεται στην έκθεση ενώ γίνεται λόγος για παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος εφόσον, όπως υποστηρίζει η κ. Θεολόγου παραβιάζεται η αρχή της ισότητας μεταξύ ΣΠΙ και άλλων Πιστωτικών Ιδρυμάτων και νοθεύεται ο ανταγωνισμός.

«Η πρόταση νόμου αποκαθιστά ένα μικρό μέρος του ισοζυγίου δικαιωμάτων μεταξύ ΣΠΙ και δανειοληπτών , ισοζύγιο που πάντα ήταν ετεροβαρές προς όφελος των ΣΠΕ» όπως υποστηρίζεται και σημειώνεται επίσης, ότι «αφαιρεί αντισυνταγματικά προνόμια από μία επιχείρηση η οποία μάλιστα θα ιδιωτικοποιηθεί δια μέσου του χρηματιστηρίου».

Της Μαρίας Χαμπή