You are here

Αναπομπή νόμου για μεταχείριση πτωχευσάντων

11/07/2018 15:18

Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε νόμο αναφορικά με τη μεταχείριση παλαιών και νέων πτωχευσάντων, τον οποίο ψήφισε η βουλή κατόπιν πρότασης νόμου που κατατέθηκε από τον Κωστή Ευσταθίου της ΕΔΕΚ, τον Μιχάλη Γιωργάλλα της Αλληλεγγύης και την ανεξάρτητη βουλευτή Άννα Θεολόγου.

Ο νόμος αποσκοπεί στην ίση μεταχείριση των νέων και των παλαιότερων πτωχευσάντων, με την εφαρμογή των ίδιων ή ανάλογων διατάξεων που εφαρμόζονται σε πρόσωπα που πτώχευσαν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί πτώχευσης τροποποιητικού νόμου του 2015.

Στην επιστολή αναπομπής, ο πρόεδρος Αναστασιάδης σημειώνει ότι η εφαρμογή του υπό αναπομπή νόμου είναι πρακτικά και νομικά ανέφικτη, υιοθετώντας τα επιχειρήματα που είχε θέσει κατά τη συζήτηση στην επιτροπή το τμήμα εφόρου εταιρειών.

Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι η ρύθμιση αναφέρεται σε αποκατάσταση προσώπου του οποίου το διάταγμα παραλαβής έχει ακυρωθεί και ότι τέτοια αποκατάσταση δεν είναι δυνατή, αφού με την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής δεν υφίσταται πλέον πτώχευση.

Προστίθεται ότι το πρόσωπο του οποίου το διάταγμα παραλαβής έχει ακυρωθεί διαχειρίζεται το ίδιο την περιουσία του και την αποπληρωμή των χρεών του, άρα δεν έχει πτωχευτική περιουσία ούτε επαληθεύσιμα χρέη, για να απαλλαγεί από αυτά.

Αναφέρεται ακόμα ότι απαλλαγή οφειλέτη από τα χρέη του χρόνια μετά την έκδοση του διατάγματος ακύρωσης της πτώχευσης επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα του πιστωτή, δεδομένου ότι πιστωτής που αιτήθηκε πριν από το 2015 την ακύρωση διατάγματος παραλαβής εναντίον οφειλέτη του, υπέβαλε την εν λόγω αίτηση με δεδομένο ότι ο οφειλέτης θα συνέχιζε να οφείλει τα χρέη του προς τους πιστωτές του.

Στην επιστολή αναπομπής σημειώνεται επίσης, ότι ο νόμος θεωρείται αναδρομικός κάτι που είναι απαγορευτικό εάν επηρεάζει δικαιώματα που προϋπήρχαν της ρύθμισης και προστίθεται ότι επηρεάζει το συνταγματικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του πιστωτή.

Κατά τη συζήτηση της πρότασης νόμου εκπρόσωποι του τμήματος εφόρου εταιρειών είχαν εκφράσει προβληματισμούς με τους οποίους συμφώνησε το υπουργείο εμπορίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δυνατότητα πρακτικής και νομικής εφαρμογής των ρυθμίσεων και το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του πιστωτή.

Ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου και η εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομικών δεν είχαν φέρει ένσταση στην πρόταση νόμου.

Επισυνάπτεται η επιστολή αναπομπής του νόμου

Της Μαρίας Χαμπή