You are here

ΕΥ: Σωστές οι διαδικασίες Υπ. Υγείας για rapid test

22/04/2021 10:01

Η Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών (ΔΑΠ) του Υπουργείου Υγείας έχει σε ικανοποιητικό βαθμό ακολουθήσει και εφαρμόσει τις διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων για τέτοιες κατ’ εξαίρεση έκτακτες συνθήκες όσον αφορά την αγορά τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου COVID-19 με τη μέθοδο της ανοσοχρωματογραφίας κατά τη δεύτερη περίοδο έξαρσης της πανδημίας.

Σύμφωνα με έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσιας (ΕΥ), η ΔΑΠ ως αναθέτουσα αρχή (ΑΑ), διεξήγαγε μέχρι την ημέρα του ελέγχου 12 διαγωνισμούς/προγράμματα, εκ των οποίων εννέα με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης στη βάση επίκλησης της κατεπείγουσας ανάγκης που είχε προκύψει και τρείς με την ανοικτή διαδικασία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία από την ΔΑΠ, μέχρι την ημέρα του ελέγχου είχαν ανατεθεί οι εννέα συμβάσεις με διαπραγμάτευση και η μία εκ των τριών με ανοικτό διαγωνισμό, για συνολικά 3.491.000 τεστ.

Περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων προαίρεσης η συνολική τους αξία ήταν €9.182.590. Οι αναθέσεις έγιναν σε πέντε διαφορετικές εταιρείες/αναδόχους.

Από τη μελέτη των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν για τα 12 προγράμματα που διερεύνησε η υπηρεσία διαπίστωσε ότι η ΔΑΠ έχει σε ικανοποιητικό βαθμό ακολουθήσει και εφαρμόσει τις διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων για τέτοιες κατ’ εξαίρεση έκτακτες συνθήκες, υπάρχουν ωστόσο επιμέρους παρατηρήσεις/διαπιστώσεις που καταγράφονται για το κάθε πρόγραμμα ξεχωριστά.

«Θεωρούμε ότι, με καλύτερη διαχείριση των επιμέρους θεμάτων/παραλείψεων που διαπιστώσαμε για κάθε διαγωνισμό και αναλύονται στην έκθεση, θα μπορούσε ενδεχομένως να διασφαλισθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός και ισότιμη μεταχείριση ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων και να εξασφαλισθούν πιθανόν χαμηλότερες τιμές από την αρχή», αναφέρεται.

«Η πιο πάνω διαπίστωση μας ενισχύεται και από το αποτέλεσμα του μοναδικού ανοικτού διαγωνισμού ο οποίος κατακυρώθηκε από τη ΔΑΠ τον Μάρτιο του 2021, στον οποίο η τιμή κατακύρωσής του (€1,489/τεστ) ήταν κατά 24% περίπου χαμηλότερη από την πιο χαμηλή κατακυρωθείσα τιμή των εννέα διαδικασιών διαπραγμάτευσης (€1,97/τεστ), καθώς και 53% χαμηλότερη από τη μέση τιμή κατακύρωσης (€3,17/τεστ) και 50% χαμηλότερη από το μέσο κόστος ανά τεστ, βάσει των συνολικών ποσοτήτων (€2,97/τεστ), των διαδικασιών διαπραγμάτευσης», προστίθεται.

Σημειώνεται ότι η ΔΑΠ είχε προκηρύξει, μεταξύ των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, ακόμα ένα ανοικτό διαγωνισμό στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020, ο οποίος ωστόσο ακυρώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου του 2021, γεγονός το οποίο επηρέασε τις μετέπειτα ενέργειές της.

Από τους εννέα διαγωνισμούς που διεξήχθησαν με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, για επτά από αυτούς η αναθέτουσα αρχή είχε ζητήσει προσφορά από πέραν τους ενός οικονομικού φορέα, γεγονός που συνέτεινε στην εξασφάλιση έστω και του ελάχιστου ανταγωνισμού, ο οποίος εκ του αποτελέσματος οδήγησε στη σταδιακή - υπό τις περιστάσεις - μείωση των τιμών, και τη διατήρησή τους με την πάροδο του χρόνου σε χαμηλά επίπεδα. 

Σημειώνεται ότι παρόμοιες συνθήκες, όπως η παρούσα πανδημία, κατά κανόνα δεν ευνοούν την εξασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών, εάν μια αναθέτουσα αρχή δε δρα εφαρμόζοντας, κατά το δυνατόν, τις αρχές που πρέπει να διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας, η Κύπρος είναι από τις πρώτες χώρες που έθεσε σε εφαρμογή πληθυσμιακό έλεγχο με τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου COVID-19, από το Νοέμβριο του 2020. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των εν λόγω τεστ από τις κατασκευάστριες εταιρείες και η εξέλιξη τους ώστε να είναι αξιόπιστα προς χρήση, έγινε σταδιακά. Ενόψει έλλειψης στοιχείων ως προς την αξιοπιστία των τεστ ταχείας ανίχνευσης που υπήρχαν στην αγορά, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά οι προδιαγραφές προϊόντων που εισηγείτο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO). Μετέπειτα, με τη χρήση των τεστ σε καθημερινή βάση οι προδιαγραφές βελτιώθηκαν και η αναθέτουσα αρχή πέτυχε την προμήθεια τεστ από 5 διαφορετικές κατασκευάστριες εταιρείες.

Σημαντικό ρόλο στις ενέργειες της ΔΑΠ και στην προσφυγή σε τόσο μεγάλο αριθμό διαδικασιών διαπραγμάτευσης, ως εξάγεται από τα γεγονότα, διαδραμάτισε η πίεση που της προκαλείτο από τις πολιτικές αποφάσεις διαχείρισης της πανδημίας, που συνδέονταν άμεσα με τις αυξημένες και επείγουσες ανάγκες προμήθειας των υπό αναφορά τεστ, οι οποίες ωστόσο δεν κρίνονται/ εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση.

Όπως προκύπτει από τον έλεγχο, σε διάστημα τεσσάρων μηνών (Οκτώβριος του 2020 – Φεβρουάριος του 2021) οι τιμές ανάθεσης ανά τεστ, οι οποίες έγιναν σε τέσσερις διαφορετικές εταιρείες/ αναδόχους, έστω και μέσω διαδικασιών διαπραγμάτευσης χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, μειώθηκαν κατά 60% περίπου, λαμβάνοντας υπόψη την υψηλότερη (€5,00/τεστ) και τη χαμηλότερη (€1,97/τεστ) τιμή στις οποίες έγινε ανάθεση μέχρι την ολοκλήρωση του ελέγχου με την πιο πάνω διαδικασία. 

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, ορισμένες αυξομειώσεις/διακυμάνσεις στις τιμές παρατηρούνται στις περιπτώσεις όπου δεν μπορούσαν να υποβληθούν πέραν της μίας προσφοράς, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση ότι ο έστω και ελάχιστος ανταγωνισμός βοήθησε στη συγκράτηση και μείωση των τιμών, αφού στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν έστω και δύο προσφοροδότες οι τιμές μειώνονταν, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις όπου ζητείτο τιμή ή συμμετείχε μόνο ένας οικονομικός φορέας.

Όπως πληροφόρησε το Υπουργείο την ΕΥ, στην περίπτωση των υπό αναφορά τεστ, εάν αποφασιζόταν να αγοραστεί με τον πρώτο διαγωνισμό Σ.Υ.103/20 ολόκληρη η ποσότητα των 2.691.000 τεστ που αγοράστηκαν με τις διαδοχικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης, τότε με βάση την τιμή των €5/τεστ του εν λόγω διαγωνισμού θα κόστιζαν €13.455.000, αντί €7.991.390 που έχουν κοστίσει με βάση τη μέση σταθμισμένη τιμή των διαδικασιών διαπραγμάτευσης η οποία ανέρχεται σε €2,97/τεστ.

Χάριν πληρότητας του συνολικού κόστους των εν λόγω προγραμμάτων αναφέρουμε ότι, με βάση στοιχεία που μας υποβλήθηκαν από τη ΔΑΠ, μέχρι την ημέρα ολοκλήρωσης του ελέγχου είχαν επίσης γίνει και εννέα αναθέσεις συμβάσεων αγοράς υπηρεσιών από κινητές μονάδες δειγματοληψίας ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου για COVID-19. Η συνολική αξία των εν λόγω συμβάσεων ανέρχεται σε €11.809.100+ΦΠΑ, η οποία είναι ενδεικτική, αφού το τελικό κόστος εξαρτάται από τον συνολικό αριθμό των τεστ που θα διεκπεραιωθούν από τις εν λόγω μονάδες. «Οι πιο πάνω διαδικασίες ενδεχομένως να διερευνηθούν ξεχωριστά από την Υπηρεσία μας, και εάν κριθεί σκόπιμο/αναγκαίο τα αποτελέσματα θα περιληφθούν σε ξεχωριστή έκθεση», αναφέρεται.

Όσον αφορά στους ελέγχους ποιότητας των υπό αναφορά τεστ, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας, γίνεται έλεγχος κατά την παραλαβή τους από την αρμόδια επιτροπή παραλαβής, κατά πόσο το προϊόν (κωδικός) που παραλαμβάνεται είναι το ίδιο με το κατακυρωμένο προϊόν, ενώ για τον έλεγχο για τον οποίο απαιτείται διενέργεια μεγάλου αριθμού δειγμάτων, τα τεστ δίδονται αρχικά στοχευμένα σε συγκεκριμένα συνεργεία, στα οποία παρακολουθείται από το Υπουργείο στενά η πορεία υλοποίησης και τα αποτελέσματά τους. Σύμφωνα με το Υπουργείο, για τον έλεγχο των εν λόγω τεστ πραγματική αξία έχει ο προσδιορισμός της θετικής προγνωστικής τους αξίας, διαδικασία η οποία γίνεται ανά κατασκευαστή και, οι οδηγίες στα συνεργεία διενέργειας των εξετάσεων είναι η επανάληψη των θετικών αποτελεσμάτων με δεύτερο τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου διαφορετικής εταιρείας, για σκοπούς επιβεβαίωσης.

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, «διερεύνηση στην παρούσα έκθεση έγινε και για καταγγελίες/παράπονα και δημοσιεύματα, που αφορούν στη διαδικασία ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων της εταιρείας VELORIUS LTD, οι οποίες αφορούσαν σε ισχυρισμούς για ευνοϊκή μεταχείριση της εν λόγω εταιρείας εκ μέρους του Υπουργείου Υγείας, το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, καθώς και την καταλληλότητα των προϊόντων που είχε προσφέρει. Από τη διερεύνηση διαπιστώσαμε ότι, όσον αφορά στη διαδικασία ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων, εφαρμόστηκαν από τη ΔΑΠ οι σχετικές πρόνοιες σχετικά με την αποκοπή των προβλεπόμενων ρητρών καθυστέρησης από τις πληρωμές της πρώτης σύμβασης με την εν λόγω εταιρεία. Διερευνήσαμε επίσης το θέμα των προβλημάτων που παρουσίασε μερίδα των τεστ, τα οποία είχε παραδώσει η εταιρεία VELORIUS LTD κατά την εκτέλεση της δεύτερης σύμβασης της, για τα οποία, έγιναν ενέργειες για τον έλεγχό τους από τη ΔΑΠ, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή ιατροτεχνολογικού υξοπλισμού του Υπ. Υγείας. Τελικά, μετά από έλεγχο και αποδοχή τους από την αρμόδια αρχή ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και κατόπιν τροποποίησης των οδηγιών χρήσης από την κατασκευάστρια εταιρεία, τα εν λόγω τεστ έχουν χρησιμοποιηθεί και έχει πληρωθεί η αρχική ποσότητα των 150.000 τεστ, ενώ η ποσότητα των 150.000 τεστ του δικαιώματος προαίρεσης έχει παραληφθεί και χρησιμοποιηθεί, με την πληρωμή τους να εκκρεμεί μέχρι την ημέρα ολοκλήρωσης του παρόντος ελέγχου.

Πέραν των πιο πάνω, καθ΄ όλη την περίοδο των ελέγχων που γίνονταν αναφορικά με την καταλληλόλητα των προϊόντων της εν λόγω εταιρείας, διαπιστώσαμε ότι η ΔΑΠ την είχε αποκλείσει από πέντε διαδικασίες διαπραγμάτευσης».

Αναφέρεται επίσης ότι, «με βάση τον έλεγχο που διεξήγαγε η Υπηρεσία μέσω του Εφόρου Εταιρειών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της παρέχει η ισχύουσα νομοθεσία, δεν έχει διαπιστωθεί συμμετοχή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της εν λόγω εταιρείας άλλων προσώπων πέραν ενός, το οποίο είναι μοναδικός μέτοχος, διευθυντής και γραμματέας της εταιρείας».

Η ΕΥ αναφέρει στην έκθεσή της ότι, «τυχόν τεκμηριωμένες πληροφορίες/στοιχεία περί του αντιθέτου, θα πρέπει να υποβληθούν για να διερευνηθούν από άλλη αρμόδια προς τούτο Υπηρεσία του κράτους, η οποία έχει την εκ του Νόμου δυνατότητα να το πράξει».

«Διπλά» τεστ

Αναφορικά με καταγγελίες οι οποίες είχαν υποβληθεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία από πολίτες κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας της παρούσας Έκθεσης, ότι ενώ είχαν κάνει μια φορά την υπό αναφορά εξέταση τους είχαν σταλεί πέραν του ενός αποτελέσματος στο κινητό τους τηλέφωνο ή, ενώ δεν είχαν κάνει καθόλου εξέταση, λάμβαναν αποτελέσματα στο κινητό τους, στάλθηκαν στο Υπουργείο Υγείας/ΔΑΠ για διερεύνηση.

Στη συνέχεια το Υπ. Υγείας πληροφόρησε την ΕΥ πως, «κατά τις διερευνήσεις των περιστατικών αποστολής μηνύματος χωρίς τη διενέργεια τεστ, εντοπίστηκε ότι είχε γίνει λανθασμένη καταγραφή τηλεφώνου και, ως εκ τούτου, το μήνυμα λαμβανόταν από άλλο παραλήπτη και όχι το άτομο που διενήργησε το τεστ. Επίσης, εντοπίστηκαν έλεγχοι σε ανήλικα άτομα ή άτομα ΑΜΕΑ σε στέγες, για τα οποία καταγραφόταν ο αριθμός του γονέα/κηδεμόνα. Επειδή η διαδικασία της καταγραφής του τηλεφώνου είναι σε έντυπο εξέτασης και, ακολούθως γίνεται μεταφορά του αριθμού σε ηλεκτρονικό αρχείο και μαζική αποστολή μηνυμάτων, υπάρχει η πιθανότητα λανθασμένης μεταφοράς των αριθμών».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγήθηκε όπως εφαρμοσθούν αυστηροί έλεγχοι και δικλείδες ασφαλείας κατά τις πληρωμές των υπηρεσιών που παρέχονται από τις κινητές μονάδες δειγματοληψίας. Παρόμοιες εισηγήσεις είχαν γίνει και είχαν υιοθετηθεί από το Υπουργείο για τις πληρωμές των μοριακών εξετάσεων για COVID-19, αναφέρει η ΕΥ και παραπέμπει στη σχετική η Ειδική Έκθεσή της με αρ. ΥΠΥΓ/01/2020.