You are here

Τα αρνητικά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν

20/12/2019

 

Πλεονάζουσα ρευστότητα και αρνητικά επιτόκια…Τί σημαίνουν για τις κυπριακές τράπεζες;

Το τελευταίο διάστημα η απόφαση των τραπεζών να επιβάλουν χρεώσεις στους μεγάλους καταθέτες αποτελεί συχνό αντικείμενο συζήτησης. Πολλοί σπεύδουν να επικρίνουν τις τράπεζες για αυτή την απόφαση. Ωστόσο, καλό θα ήταν να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες αναγκάζονται να μετακυλήσουν το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, που οι ίδιες υποχρεωτικά καταβάλουν για να διατηρούν τα κεφάλαιά τους στα ταμεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στους καταθέτες τους. Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα αρνητικά επιτόκια, η χρέωση δηλαδή αντί της επιβράβευσης των καταθέσεων,  όχι μόνο είναι ένα αναγκαίο «κακό» αλλά ήρθε για να μείνει.

Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ή αναιμικής ανάπτυξης, η άσκηση νομισματικής πολιτικής σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική αποτελούν τα κύρια εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ή η εκάστοτε Κυβέρνηση, αντίστοιχα, για να τονώσουν την ανάπτυξη. Μάλιστα είναι σημαντικό οι δύο πολιτικές να ασκούνται παράλληλα και συνδυαστικά για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων και την αποφυγή στρεβλώσεων.

Μετά την ύφεση  της ευρωζώνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, και της μετέπειτα παρατεταμένης αναιμικής ανάπτυξης που παρατηρήθηκε, εφόσον η κατανάλωση παρέμεινε υποτονική και ο δανεισμός σε χαμηλά επίπεδα, ο ρόλος τηςΕΚΤ ενισχύθηκε όσον αφορά τη σταθερότητα της οικονομίας. Πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, να παραμένουν δηλαδή σταθερές οι τιμές στο καλάθι της νοικοκυράς. Αυτή είναι η καλύτερη συμβολή που μπορεί να έχει η άσκηση νομισματικής πολιτικής με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Το 2012, ο Μάριο Ντράγκι, λαμβάνοντας υπόψιν τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρωπαϊκή οικονομία, εξήγγειλε ότι θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί (το περίφημο “Whateverittakes”) για να στηρίξει την ευρωζώνη, εννοώντας και τη στροφή προς τα αρνητικά επιτόκια. Το 2012, το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ ορίστηκε στο 0%, ενώ τον Ιούνιο του 2014 μειώθηκε για πρώτη φορά σε αρνητική επικράτεια στο -0.10%. Στη συνέχεια διαδοχικές μειώσεις το οδήγησαν στο -0.4% τον Μάρτιο του 2016, ενώ πολύ πρόσφατα, τον Σεπτέμβριο του 2019 μειώθηκε περαιτέρω στο -0.5%. Κατ’ επέκταση, τα αρνητικά επιτόκια δεν αποτελούν νέο γεγονός για τις ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των κυπριακών, αλλά κάτι που βιώνουν εδώ και μια πενταετία.

Γράφημα 1.

 

 

 

 

Στόχος της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων ήταν – και παραμένει – η αποθάρρυνση των τραπεζών να καταθέτουν τα πλεονασματικά τους αποθέματα στην ΕΚΤ και αντί αυτού να διοχετεύουν τη ρευστότητάς τους σε δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις για αναθέρμανση της οικονομίας. Μέσω αυτής της διαδικασίας θα αυξανόταν η ρευστότητα στην αγορά και θα μειώνονταν τα δανειστικά επιτόκια, ενθαρρύνοντας έτσι τα νοικοκυριά σε κατανάλωση και τις εταιρείες σε επενδύσεις, δίνοντας ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και στον πληθωρισμό. Αυτό φυσικά αφορά ολόκληρο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, στην κυπριακή οικονομία, δεν υπάρχει θέμα έλλειψης ρευστότητας από την πλευρά του συστήματος για διοχέτευση της στην πραγματική οικονομία, αλλά μάλλον έλλειψη τόσων ποιοτικών ευκαιριών (δεδομένου και του υπερδανεισμένου ιδιωτικού τομέα και των υψηλών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων) έτσι ώστε να καλυφθεί αυτή η διαθέσιμη ρευστότητα. 

Γράφημα 2.

 

 

Πέραν των αρνητικών επιτοκίων, λίγο αργότερα, το 2015 και εφόσον η ευρωπαϊκή οικονομία δεν ανέκαμψε, η ΕΚΤ προχώρησε με νέα πολιτική, τη λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση». Ξεκίνησε δηλαδή τη μαζική αγορά ομολόγων, κυρίως από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα τη διοχέτευση περαιτέρω ρευστότητας στην αγορά.

Όπως διαφάνηκε, η συνεχής μονοδιάστατη επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία δεν συνοδεύτηκε από παράλληλες δημοσιονομικές πολιτικές, δημιούργησε στρεβλώσεις.

Μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ συνεχίζει να επιβάλλει αρνητικά επιτόκια στις τράπεζες που επιλέγουν να φυλάνε τη ρευστότητά τους αντί να τη διαθέτουν μέσω δανεισμού στην πραγματική οικονομία. Βασικά, τράπεζες με υπερβάλλουσα ρευστότητα, που στην ουσία δεν μπορούν να τη διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία λόγω έλλειψης ποιοτικών ευκαιριών, αντιμετωπίζουν επιπλέον κόστος που επηρεάζει την κερδοφορίας τους καθώς οφείλουν να πληρώνουν για να «παρκάρουν» τις καταθέσεις τους.

Σήμερα, το βασικότερο πρόβλημα των παρατεταμένων αρνητικών επιτοκίων που αφορά τις τράπεζες, είναι ότι εδώ και πέντε χρόνια δεν έχουν μετακυλήσει το κόστος αυτό στους πελάτες τους, αλλά συνεχίζουν να το απορροφούν οι ίδιες. Αυτό συμπιέζει ποικιλοτρόπως το περιθώριο κέρδους των εμπορικών τραπεζών, με αρνητικές συνέπειες για την ευρύτερη οικονομία.

Όσο οι τράπεζες προστατεύουν τους καταθέτες από το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, προσφέροντας στην ουσία τα προϊόντα τους σε τιμές κάτω του κόστους, αυξάνουν τις προκλήσεις που ήδη αντιμετωπίζουν. Ένα σημαντικό μέρος της λύσης του προβλήματος αυτού εναπόκειται στο να αντιληφθεί ο κόσμος ότι για να διατηρεί τις καταθέσεις τους στην τράπεζα θα πρέπει να πληρώνει. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, «μα θα πληρώνω για να μου φυλάει η Τράπεζα τα λεφτά μου;» αλλά δυστυχώς η «φύλαξη» των καταθέσεων έχει κόστος για τις τράπεζες και η τρέχουσα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αυξάνει αυτό το κόστος.

Όμως το να εστιάζεται η συζήτηση μόνον στα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων αποτελεί τη μια όψη του νομίσματος. Για να αποτυπωθεί ορθά η νέα κατάσταση των αρνητικών επιτοκίων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι ένας καταθέτης που δύναται να αντιμετωπίσει αρνητικό επιτόκιο στις καταθέσεις του, επωφελείται ήδη από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που πληρώνει για προς τον δανεισμό του.

Έως τώρα, κάποιες τράπεζες κατάφεραν να περιορίσουν τις συνέπειες των αρνητικών επιτοκίων στην κερδοφορία τους. Αυτό το πέτυχαν είτε μέσω αύξησης του δανεισμού (με σχετικά χαμηλά επιτόκια όπως αναφέρεται και πιο πάνω), είτε μέσω αύξησης άλλων ασφαλών επενδύσεων με χαμηλές αλλά αποδεκτές αποδόσεις, που σιγά σιγά γίνονται δυσεύρετες ή μέσω μείωσης των λειτουργικών δαπανών τους που όμως, ως επί το πλείστο αφορούν δαπάνες ανελαστικού χαρακτήρα. Οι τράπεζες αυτές προσπαθούν εδώ και χρόνια να μην επιβαρύνουν τους καταθέτες τους.

Στην Ευρώπη τα αρνητικά καταθετικά επιτόκια έχουν εφαρμοστεί εδώ και χρόνια. Ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως στις Σκανδιναβικές χώρες, αλλά και στη Γερμανία και στην Ελβετία, επιβάλλουν χρεώσεις στους επιχειρηματικούς τους πελάτες εδώ και καιρό, ενώ πρόσφατα άρχισαν τις χρεώσεις και σε μικρότερα ποσά, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα.

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, δεδομένων των ανησυχιών και της αβεβαιότητας που επικρατεί, τείνουν να παγιώσουν τα αρνητικά επιτόκια και επομένως θεωρείται δεδομένο ότι θα πρέπει όλοι μας να τα αντιμετωπίσουμε. Για τις τράπεζες η επιβολή χρεώσεων στις καταθέσεις θεωρείται πλέον μονόδρομος.

Καταληκτικά, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική, όπως προαναφέρθηκε,πρέπει να ασκούνται παράλληλα και συνδυαστικά για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων και την αποφυγή στρεβλώσεων. Το θετικό για όλους στην προκειμένη είναι ότι με την υπάρχουσα νομισματική πολιτική μειώνεται σημαντικά το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων λόγω των μαζικών αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ. Έτσι, γίνεται ευκολότερο για τις κυβερνήσεις να αναλάβουν δημοσιονομικές πρωτοβουλίες και να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις τους σε έργα υποδομών, ενισχύονταςτην οικονομική δραστηριότητα.

 

 

Δρ. Αντρέας Ασσιώτης

Επικεφαλής Οικονομολόγος Ελληνικής Τράπεζας