You are here

Επανακτώντας την χαμένη μας αξιοπιστία

20/10/2020

Σε προηγούμενη παρέμβασή μου είχα αναφερθεί στην ανάγκη όπως η χώρα μας δεν αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία που της δίνεται μετά και μέσα από τις αποκαλύψεις των ρεπορτάζ της Al Jazeera. Μπροστά σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι, δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε να βαδίζουμε στο ίδιο μονοπάτι που επιτρέπει στους κρατικούς, κυβερνητικούς και πολιτικο-οικονομικούς θεσμούς να συνεχίσουν να ενεργούν στη βάση μιας διαδοχικής εξάρτησης (path dependence) που όλο και ενδυναμώνει τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τον αμοραλισμό. Αυτό που χρειάζεται τώρα, περισσότερο από ποτέ, η Κύπρος είναι να επιτευχθεί ο απεγκλωβισμός από τη μέχρι σήμερα πορεία ηθικής χρεοκοπίας. 

Εις αναζήτηση των ατόμων/θεσμών που θα ηγηθούν μια τέτοιας προσπάθειας, οι επιλογές σε εθνικό επίπεδο στρέφονται κυρίως στις ανεξάρτητες αρχές. Στο κάλεσμα αυτό, ο ρόλος της Νομικής Υπηρεσίας θα μπορούσε να είναι ουσιαστικός και καταλυτικός, αλλά οι πρόσφατοι διορισμοί υπουργών της Κυβέρνησης στην ηγεσία της Υπηρεσίας καθιστούν τον Γενικό Εισαγγελέα και το Βοηθό του εκτεθειμένους στον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, αφού καλούνται να ελέγξουν αποφάσεις μιας κυβέρνησης στην οποία μέχρι πρότινος συμμετείχαν. Μία άλλη πιθανή επιλογή θα ήταν η Ελεγκτική Υπηρεσία, όμως μέσα στο πολεμικό κλίμα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Κυβέρνησης και Γενικού Ελεγκτή, η Κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να επιτρέψει στη συγκεκριμένη υπηρεσία να επιτελέσει το ρόλο που θα μπορούσε. Όσον αφορά, τέλος, το διορισμό ανεξάρτητων επιτροπών, το πρόσφατο παράδειγμα της διερευνητικής επιτροπής που κλήθηκε να ελέγξει την περίπτωση του Συνεργατισμού και η αλαζονική αντιμετώπιση που τα μέλη της έτυχαν από συγκεκριμένους εμπλεκόμενους φορείς, ενδεικτική της οποίας είναι και η περιφρόνηση του ίδιου του πορίσματος από την Κυβέρνηση, είναι αντιπροσωπευτικά της αντιμετώπισης που τυγχάνουν τέτοιες επιτροπές.

Ως αποτέλεσμα, το ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ήδη προχωρήσει στο διορισμό Ερευνητικής Επιτροπής με σκοπό τη διερεύνηση όλων των περιπτώσεων των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών από το 2007 μέχρι και την 17η Αυγούστου 2020, δεν γεννά παρά φρούδες ελπίδες και πιθανώς θα αποδειχτεί ως μια κίνηση εντυπωσιασμού παρά ουσίας (όχι τόσο προς τα ευρήματα της επιτροπής αλλά περισσότερο προς τη διαχείρισή που θα τύχουν τα ευρήματα αυτά).

Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα του πώς θα μπορούσε να επέλθει η πολυπόθητη κάθαρση μέσω μιας αντικειμενικά ανεξάρτητης έρευνας, από τη στιγμή που η εμπιστοσύνη σε εθνικούς θεσμούς και διαδικασίες έχει φτάσει στο ναδίρ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη μελετάει τους τρόπους με τους οποίους θα ήταν δυνατό να εκκινήσει η διαδικασία λήψης νομικών μέτρων έναντι της Κύπρου για το πρόγραμμα παραχώρησης διαβατηρίων. Αν και σημαντική ως εξέλιξη, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο το πώς ακριβώς θα προχωρήσει η Επιτροπή, ποια θα είναι η βάση και έκταση της καταγγελίας που θα προσπαθήσει να στοιχειοθετήσει και ποιο το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μια τέτοιας απόφασης.

Μία συμπληρωματική λύση που φαντάζει ως αποτελεσματική θα ήταν να προσκληθούν ανεξάρτητοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι για να αναλάβουν το έργο μίας εις βάθος έρευνας που θα εξετάσει το πώς διαμορφώθηκε και εφαρμόσθηκε το συγκεκριμένο πρόγραμμα, τις εν γένει αδυναμίες του, όπως επίσης να μπορέσει να εντοπίσει όλες τις περιπτώσεις που είναι ηθικά ή/και ποινικά κολάσιμες.

Η συμμετοχή Ευρωπαίων αξιωματούχων σε μια τέτοιους είδους ερευνητική επιτροπή (όπως μελών του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, Δικαστών ή/και τεχνοκρατών της ΕΚΤ) δεν προβλέπεται από τις Ευρωπαϊκές διαδικασίες και θα πρέπει να ζητηθεί οικειοθελώς από τις εθνικές αρχές. Κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο να πραγματοποιηθεί τη δεδομένη στιγμή και μόνο αν ασκηθεί η ανάλογη πίεση ίσως αναγκαστεί η Κυβέρνηση να προβεί σε μια τέτοια πράξη. Πιθανώς ένα ψήφισμα από το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοχλό πίεσης και παράλληλα να διασώσει σε κάποιο βαθμό την αξιοπιστία των κομμάτων.

Εναλλακτικά, θα μπορούσε να εισηγηθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο με έδρα στο εξωτερικό που να μην έχει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση εμπλοκή ή/και συμφέροντα σχετικά με το συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα κληθεί να ελέγξει.

Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία μια τέτοιας ερευνητικής επιτροπής με τη συμμετοχή ξένων εμπειρογνωμόνων που χαίρουν διεθνούς κύρους, δεν θα λειτουργήσει με σκοπό την υποβάθμιση της εθνικής κυριαρχίας αλλά θα λειτουργήσει ως εργαλείο αναβάθμισης των θεσμών και επανάκτησης της αξιοπιστίας τους μέσα από τον εντοπισμό και αναγνώριση λαθών και παραλήψεων που έγιναν. Είναι αδιαμφησβήτητο ότι οι παθογένειες του εν λόγω προγράμματος καθρεφτίζουν εν πολλοίς τα δημοκρατικά, θεσμικά και ηθικά ελλείμματα που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας και τα ευρήματα μιας ανεξάρτητης έρευνας θα πρέπει να αποτελέσουν μέρος του δημόσιου διαλόγου αλλά και τον καθοδηγητικό φάρο στην προσπάθεια να υπάρξουν οι ανάλογες διαρθρωτικές αλλαγές σε θέματα κράτους δικαίου, θεσμικής διαφθοράς και «σύγκρουσης συμφερόντων».

Τέλος, βάσει των συμπερασμάτων που θα προκύψουν και με τη συμβολή των σχετικών Ευρωπαϊκών θεσμών, θα μπορούσε να στηθεί ένα καινούργιο επενδυτικό πρόγραμμα που θα ωφελούσε την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό της και θα είχε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να αντλήσουμε βοήθεια από το Πρόγραμμα Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (ΠΣΔΜ), ένα πρόγραμμα της ΕΕ το οποίο παρέχει εξατομικευμένη στήριξη σε όλες τις χώρες της ΕΕ για τις θεσμικές και διοικητικές τους μεταρρυθμίσεις, καθώς και για τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι αφήσαμε πίσω καταχρηστικές, ανήθικες και πιθανότατα παράνομες πρακτικές και μπορούμε να εφαρμόσουμε ένα σοβαρό και κοινωνικά επωφελές επενδυτικό πρόγραμμα, βασισμένο πάνω σε διαφανείς διαδικασίες.

Λύσεις υπάρχουν αν θέλουμε όντως να επέλθει η κάθαρση που διακαώς επικαλούνται οι πολιτικοί μας. Ειδικότερα, η εμπλοκή Ευρωπαϊκών θεσμών θα έπρεπε να ήταν η αιχμή του δόρατος για τα κόμματα που προβάλλουν με περηφάνια τις Ευρωπαϊκές αξίες και όλα τα θετικά που έχει αποκομίσει η Κύπρος από την ένταξή στην ΕΕ. Το θέμα είναι αν θα τολμήσουν να κάνουν το επιπρόσθετο βήμα, που ουσιαστικά θα επαναφέρει λίγη από τη χαμένη αξιοπιστία  της χώρας μας, αλλά παράλληλα θα αφήσει το κομματικό κατεστημένο επικίνδυνα εκτεθειμένο σε πολιτικό κόστος που πιθανότατα να αποδειχθεί μη διαχειρίσιμο.