You are here

Uri Dadush: Θα είναι μια καλή χρονιά το 2021;

12/01/2021

Ο Uri Dadush, ένας γνωστός διεθνώς ακαδημαϊκός μελετητής, πρόσφατα έχει δημοσιεύσει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, κάτω από τον τίτλο, 2021: «Θα είναι (;) μια καλή χρονιά». Ο Dadush που ασχολείται κυρίως με τις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας και τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες αντιμετωπίζουν την πρόκληση της διεθνούς ολοκλήρωσης μέσω ροών εμπορίου, χρηματοδότησης και μετανάστευσης, στο συγκεκριμένο άρθρο καταγράφει μια σειρά πραγμάτων που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, τόσο θετικών όσο και αρνητικών.

Κατά τον διακεκριμένο ακαδημαϊκό, η πιο σημαντική πρόκληση είναι η οικονομική ανισότητα όπου η ψαλίδα θα μεγαλώσει.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο μετά την πανδημία κόσμος δεν θα είναι, κατά την άποψή μου- η μείωση της αποτελεσματικότητας ή ακόμη και το υπερβολικό χρέος. Αντιθέτως, το μεγάλο ερώτημα θα είναι το πώς θα αντιμετωπιστεί η άνιση επίδραση της νόσου και η οικονομική της επίπτωση στους πιο ευάλωτους της κοινωνίας -στους λιγότερο μορφωμένους, εκείνους που είναι σε μειονότητες- και πώς θα αποφευχθεί μια επανάληψη της θλιβερής εμπειρίας του 2020», σημειώνει κατά λέξη και προσθέτει: «Η υψηλή ανισότητα δεν αποτελεί μόνο συνέπεια της πανδημίας αλλά έχει αποτελέσει σημαντική αιτία της σοβαρότητας της. Ο ιός ευδοκιμεί σε μέρη όπου οι άνθρωποι χρειάζονται να εργαστούν ή να ζήσουν κοντά ο ένας με τον άλλο, όπου η καλή φροντίδα είναι σπάνια και άλλες ασθένειες είναι ευρέως διαδεδομένες. Για παράδειγμα, η Λατινική Αμερική έχει την υψηλότερη εισοδηματική ανισότητα παγκοσμίως, και είναι επίσης η ήπειρος όπου οι οικονομικές επιδράσεις από τον Covid-19 είναι πιο σοβαρές και η κρίση υγείας η πιο βίαιη. Οι ΗΠΑ είναι το πιο πλούσιο έθνος στον κόσμο από πολλές απόψεις, αλλά επίσης και εκεί η θνησιμότητα από τον ιό και η ανισότητα -ιδιαίτερα η πρόσβαση στην υγεία- είναι μεταξύ των υψηλότερων», προσθέτει.

Μπορεί στη δική μας περίπτωση να μην ισχύουν στο βαθμό της Λατινικής Αμερικής οι επισημάνσεις του Uri Dadush, ισχύουν όμως αναλογικά σε σχέση την κοινωνική ανισότητα και το πόσο ευάλωτη ή ενισχυμένη είναι η ομάδα στην οποία ανήκει ένα άτομο. Και δεν είναι τυχαίο που ο ιός κτύπησε σε τόσο μεγάλο βαθμό οίκους ευγηρίας και γηροκομεία.

Η ποιότητα ζωής, υγιεινής, υγειονομικής φροντίδας και προστασίας, κάθε άλλο από το ελάχιστο επιθυμητό είναι σε αυτές τις ομάδες πληθυσμού και στους χαμηλοσυνταξιούχους. Είτε αυτοί διαβιούν σε οίκους ευγηρίας-γηροκομεία, είτε τις κατοικίες τους. Το ίδιο και με άλλες ομάδες στην Κύπρο όπως οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα, κοινοτικοί ή ξένοι χαμηλόμισθοι εργάτες νόμιμοι και παράνομοι. Και αυτή η ανισότητα δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ως διά μαγείας αμέσως μετά την πανδημική κρίση.

Και όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο κ. Dadush «η ταλαιπωρία από τον COVID-19 κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, και ούτως ή άλλως για την ανισότητα, τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανακούφισης, όχι διαρκή». Καθότι, καταλήγει, «σε πολλές χώρες, η αντιμετώπιση της ανισότητας θα απαιτήσει μια συνολική αναδιάρθρωση των αναπτυξιακών και κοινωνικών πολιτικών. Δυστυχώς, ούτε η πολιτική βούληση ούτε η οικονομική δυνατότητα για την ανάληψη τέτοιων προσπαθειών, είναι προφανής».

Κι αυτό θα το δούμε πολύ σύντομα και στην περίπτωση της Κύπρου. Όταν επιχειρήσεις που ήταν στην πλάστιγγα θα κλείσουν, σχεδόν όλες - αν δε θα μειώσουν προσωπικό, δε θα προβούν σε νέες προσλήψεις, η ανεργία θα αυξηθεί και οι μειώσεις μισθών και εισοδημάτων θα χαρακτηρίζουν το νέο σκηνικό στην αγορά εργασίας για πολλά χρόνια.

Σε μια οικονομία που θα χρειαστεί να αλλάξει πολλά στο μοντέλο της, με νέους προσανατολισμούς, χωρίς αγκυλώσεις και χωρίς βαρίδια. Καθότι, όπως σημειώνει και ο Uri Dadush «η κρίση έχει επιταχύνει τεχνολογίες, όπως η γενετική μηχανική, και μεθόδους, όπως η απομακρυσμένη παροχή υπηρεσιών, που υπόσχονται πολλά. Αλλά έχει επίσης δημιουργήσει θεμελιώδη ερωτήματα για τη βιωσιμότητα των κοινωνικών μοντέλων που βασίζονται στην ακραία ανισότητα».