You are here

Το κενό μεταξύ πολιτικής ζήτησης και προσφοράς

18/12/2017

Το κλείσιμο των εκλογικών καταλόγων αναδεικνύει για άλλη μια φοράτο μεγάλο κενό που έχει δημιουργηθεί μεταξύ πολιτικής ζήτησης και πολιτικής προσφοράς.

Η πολιτική ζήτηση έχει σχέση με τις απαιτήσεις των πολιτών από την πολιτεία και την πολιτική.

Η πολιτική προσφορά σχετίζεται με τα κόμματα, τις προγραμματικές θέσεις και ιδέες που προσφέρουν για να κερδίσουν την ψήφο των πολιτών και την εξουσία.

Τα εκλογικά αποτελέσματα προκύπτουν συνήθως από αυτή τη φαινομενικά απλή σχέση μεταξύ του τι ζητούν οι πολίτες και τι προσφέρουν οι πολιτικοί (Downs 1957).

Η πολιτική ζήτηση

Η πολιτική ζήτηση έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια τόσο στην Κύπρο όσο και σε αρκετές άλλες ανεπτυγμένες δημοκρατίες.  Η οικονομική κρίση έχει διαφοροποιήσει ριζικά τα αιτήματα των πολιτών, επαναφέροντας ζητήματα που η κυπριακή και άλλες κοινωνίες είχαν σχεδόν ξεχάσει.  Από την ανεργία του 3% η Κύπρος βρέθηκε με ανεργία που, σε κάποια στιγμή, πλησίασε το 17%.  Τα χρέη που συσσωρεύτηκαν σε μια περίοδο που φαινομενικά ήταν όλα καλά ταλαιπωρούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Η κυριαρχία των υλιστικών, αυτών, ζητημάτων είναι εντυπωσιακή στις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται.  Στην έρευνα της Cymar/Public Issue για το ΡΙΚ, το 51% όσων ρωτήθηκαν απάντησαν ότι μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι το οικονομικό και η ανεργία, σχεδόν διπλάσιοι από όσους δήλωσαν το εθνικό θέμα (27%).

Πιο σημαντικό, ίσως, είναι ότι η οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος.  Προβλήματα που, όσο οι υλιστικές απαιτήσεις ικανοποιούνταν, έμεναν στο περιθώριο της πολιτικής συζήτησης.  Η κρίση ανέδειξε την ανάγκη κάθαρσης του συστήματος, τόσο σε επίπεδο πολιτικών δρώντων όσο και σε επίπεδο πολιτικών θεσμών.  Οι διογκούμενες απαιτήσεις για πάταξη της διαφθοράς, ενίσχυση της διαφάνειας και αύξηση της λογοδοσίας είναι, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν της σύνδεσης, που πολλοί κάνουν, μεταξύ της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του πολιτικού συστήματος.  Τα στοιχεία της ίδιας έρευνας δείχνουν ότι 9% όσων ρωτήθηκαν θεωρούν ότι τα ευρύτερα ζητήματα διακυβέρνησης και «κομματικής ζωής» αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας.  Δηλαδή, σχεδόν ένας στους δέκα θεωρούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετίζεται με τους πολιτικούς θεσμούς της χώρας.

Η πολιτική προσφορά

Σε αντίθεση με την πολιτική ζήτηση, η πολιτική προσφορά έχει μείνει σχεδόν η ίδια.  Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Κύπρο.  Οι βασικοί πολιτικοί δρώντες του συστήματος (και υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές) είναι είτε οι ίδιοι, είτε εξέχοντα μέλη του πολιτικού και κομματικού συστήματος που ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας συνδέει με την οικονομική κρίση.  Μέχρι στιγμής, οι βασικοί αυτοί πολιτικοί δρώντες δεν έχουν καταθέσει προτάσεις ή προγραμματικές θέσεις για ουσιαστικές αλλαγές στην πολιτική.  Εκτός από μικρές διαφοροποιήσεις που έχουν κάνει στα προγράμματα τους, ώστε να συνάδουν με την αλλαγή των πολιτικών συγκυριών, οι θέσεις των υποψηφίων προέδρων δεν διαφέρουν από αυτές που οι ίδιοι ή αυτοί που τους στηρίζουν εξέφραζαν πριν πέντε χρόνια.  Δεν υπάρχει, δηλαδή, στο τραπέζι κάποια αξιόπιστη πρόταση για τις μεγάλες αλλαγές που φαίνεται να ζητούν οι πολίτες.

Το κενό μεταξύ ζήτησης και προσφοράς

Το κενό που υπάρχει μεταξύ των μεγάλων αλλαγών που ζητούν οι πολίτες και του politic sasusual των πολιτικών δρώντων, εξηγεί τη μεγάλη αλλαγή που παρατηρείται στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών.

Σχεδόν έξι στους δέκα πολίτες (57%) δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν «μάλλον τον λιγότερο κακό» υποψήφιο.  Δεν εμπνέονται, δηλαδή, από τους υποψήφιους αλλά απλώς συμβιβάζονται με αυτόν που θα κάνει τη μικρότερη ζημιά.

Επίσης, ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό νέων ψηφοφόρων δεν εγγράφονται καν στους εκλογικούς καταλόγους.

Το πιο ανησυχητικό όμως στοιχείο στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών είναι ο μεγάλος και διογκούμενος αριθμός πολιτών που είναι εγγεγραμμένοι και δεν ψηφίζουν.  Η μεγάλη αλλαγή στην πολιτική συμπεριφορά των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ξεκίνησε από το 2011 και φαίνεται να συνεχίζεται.  Ενώ μέχρι το 2006 ψήφιζε περίπου το 90% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, μέσα σε μια δεκαετία, φαίνεται να άλλαξε συμπεριφορά περίπου το ένα πέμπτο του εκλογικού σώματος.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2011 συμμετείχε το 79% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και το 2016 ψήφισε το 67%.  Στις προεδρικές εκλογές του 2013 ψήφισε το 82% και, αν συνεχιστεί η ίδια τάση, σε αυτές τις εκλογές θα ψηφίσουν πολύ λιγότεροι.

Το ανησυχητικό για την Κύπρο δεν είναι τόσο το απόλυτο ποσοστό της συμμετοχής.  Η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές του 2016 των δύο τρίτων του εκλογικού σώματος φέρνει την Κύπρο πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.  Σε πιο παλιές δημοκρατίες, ο μέσος όρος της συμμετοχής είναι λίγο πιο πάνω από το 70% και στις δημοκρατίες της ανατολικής Ευρώπης, που ξεκίνησαν να έχουν εκλογές μετά το 1990, είναι λίγο κάτω από το 60%.

Το ανησυχητικό είναι ο ρυθμός με τον οποίο μειώνεται η συμμετοχή.  Η αλλαγή στην πολιτική συμπεριφορά του ενός πέμπτου του εκλογικού σώματος έχει επέλθει σε λιγότερο από μια δεκαετία – τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης.  Σε άλλες χώρες χρειάστηκαν δεκαετίες για να προκύψει μια τόσο μεγάλη αλλαγή στο εκλογικό σώμα.

Οι πιθανές συνέπειες του πολιτικού κενού

Η αυξανόμενη αποχή δημιουργεί ένα πρόσφορο πεδίο για σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό περιβάλλον. Στις πλείστες χώρες η αλλαγή αυτή ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και στην Κύπρο είναι μάλλον θέμα χρόνου να φανεί.

Αργά ή γρήγορα το κενό μεταξύ πολιτικής ζήτησης και προσφοράς θα σπεύσουν να καλύψουν υφιστάμενοι ή νέοι πολιτικοί δρώντες που θα επιχειρήσουν να επανεντάξουν τους απέχοντες –και, γενικότερα, τους δυσαρεστημένους – στις εκλογικές διαδικασίες.  Οι αλλαγές στο πολιτικό περιβάλλον μπορεί να προέλθουν από τη ριζοσπαστικοποίηση ή ριζική ανανέωση συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, διάσπαση κομμάτων και εμφάνιση άλλων ή από τη στροφή σε φαινόμενα λαϊκισμού που έχουν εμφανιστεί σε διάφορες δημοκρατίες.

Οι νέοι αυτοί δρώντες ίσως καταφέρουν να επανεντάξουν ένα μέρος όσων απέχουν σήμερα από τις πολιτικές διαδικασίες υποσχόμενοι ότι θα ικανοποιήσουν τη διαμορφούμενη πολιτική ζήτηση.  Και σίγουρα θα καταφέρουν να διαβρώσουν ακόμα περισσότερο την εκλογική βάση των υφιστάμενων πολιτικών δρώντων (στην Κύπρο αυτό άρχισε να φαίνεται από τις βουλευτικές του 2016).

Το μεγαλύτερο όμως μέρος όσων πολιτών απέχουν μάλλον θα συνεχίσει να απέχει.  Όπως και αλλού, το ποσοστό συμμετοχής διαχρονικά κατεβαίνει και σπάνια ανεβαίνει.  Ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων στις πλείστες χώρες απλώς κλείνει τον διακόπτη της πολιτικής.

Παραδόξως, αυτοί που απέχουν είναι πολλές φορές άτομα που λόγω της κοινωνικο-οικονομικής τους κατάστασης, έχουν το μεγαλύτερο λόγο να συμμετέχουν.  Άτομα που βρίσκονται στο οικονομικό ή κοινωνικό περιθώριο και έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν αλλαγή πολιτικών.

Αντώνης Α. Έλληνας

https://ucy.academia.edu/antonisellinas