You are here

Ρύθμιση ακινήτων για αξιοπρεπή διαβίωση

08/11/2021

Το αυξανόμενο κόστος ζωής των πολιτών προτάσσει την αναγκαιότητα ρυθμίσεως του τομέα των ακινήτων καθώς και των ενοικίων για την ανάσχεση μιας σειράς κοινωνικοοικονομικών ζητημάτων. Οφείλουμε να αντιληφθούμε πως οι πολιτικές που συντηρούν την αποσύνδεση της μισθολογικής πραγματικότητας με το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων στερούν τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης στο μέσο πολίτη, θεμελιώνοντας παράλληλα τη φτωχοποίηση των νέων.  Ως επακόλουθο, οι πολιτικές αυτές αποτελούν γενεσιουργοί παράγοντες του στεγαστικού και του δημογραφικού ζητήματος της κοινωνίας μας. Εάν τα ζητήματα στέγασης, δημογραφίας και η εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης των χαμηλόμισθων και ιδιαιτέρως της νέας γενιάς αποτελούν όντως στόχους της πολιτείας μας, τότε οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την αιτία αντί των συμπτωμάτων.

Η αιτία έγκειται κυρίως στην πολιτική που ακολουθήθηκε έκτοτε της κατάρρευσης του 2013 και της συνεπαγόμενης δραστικής μείωσης της αγοραστικής δύναμης για μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μας. Υπενθυμίζεται ότι το οικονομικό μοντέλο που επιλέχθηκε δομήθηκε επί του τομέα των ακινήτων δια μέσου του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ). Αυτή η πορεία προσέλκυσε αγοραστές δυσανάλογης αγοραστικής δύναμης για τα εγχώρια δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν μετά την οικονομική κρίση. Ένεκα τούτου, η αναλογία εγχώριας-εξωτερικής ζήτησης αλλοιώθηκε δυσμενώς. Συνεπεία αυτού, το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων απέκλινε επικίνδυνα από τη μισθολογική πραγματικότητα της Κύπρου και συντονίσθηκε εν πολλοίς με την εξωτερική ζήτηση.

Η απόκλιση αυτή έχει την προοπτική απρόσκοπτης συνέχειας εάν δεν προσεγγίσουμε ολιστικά το ζήτημα του ΚΕΠ. Πέραν της διάστασης της διαφθοράς-κακοδιαχείρισης, πρέπει να αντιληφθούμε και τη σημασία των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων που δημιουργήθηκαν. Υπογραμμίζεται ότι ένα πλήρως νομότυπο ΚΕΠ, εδραζόμενο στον τομέα των ακινήτων, δεν θα απέτρεπε τις υφιστάμενες στρεβλώσεις. Εκ των πραγμάτων, η πορεία που υιοθετήθηκε έχει είτε γεννήσει είτε συντείνει στα προβλήματα στέγασης, δημογραφίας, αξιοπρεπούς διαβίωσης και φτωχοποίησης, με κύριους χαμένους τους νέους.

Ομολογουμένως, η λήξη του ΚΕΠ δεν συνοδεύτηκε από την αποκατάσταση των προαναφερθέντων στρεβλώσεων. Παρατηρείται μια απρόσκοπτη συντήρηση εν μέρει λόγω της ελλειπούς διάγνωσης του αντικτύπου του προγράμματος. Ενδεικτικό του προαναφερθέντος είναι το πρόγραμμα απόκτησης Μόνιμης Άδειας Παραμονής η οποία δύναται να εξασφαλισθεί από ξένους υπηκόους μέσω αγοράς ιδιόκτητης κατοικίας στην Κύπρο. Μια απλή εξέταση του πώς προωθείται το εν λόγω πρόγραμμα σε συνάρτηση με τον όγκο αγορών στην αγορά ακινήτων από ξένους υπηκόους επιδεικνύει πως αντί τερματισμού, προβήκαμε σε απλή μετεξέλιξη των πρακτικών τύπου ΚΕΠ. Οφείλουμε να αντιληφθούμε τις συνέπειες άμεσα και να αρχίσουμε ένα πραγματικό διάλογο για το κατά πόσο προγράμματα τέτοιας φύσεως αποτελούν θεμιτή και όντως κοινωφελή επιλογή. Είναι παράλληλα αδήριτη η ανάγκη όπως προβούμε σε πραγματική ρύθμιση του τομέα των ακινήτων καθώς και των ενοικίων.

Ο κύριος τρόπος εξισορρόπησης της μισθολογικής πραγματικότητας στο νησί με το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων είναι η παρέμβαση διαμέσου της θέσπισης ορίων στην δυνατότητα αγοράς ακινήτων από ξένους υπηκόους εκτός ΕΕ. Σημειώνεται πως τέτοια παρέμβαση αποτελεί εξορθολογιστική διόρθωση της αγοράς όπως προτάσσουν οι κανόνες της συνετούς οικονομικής διαχείρισης. Η δε παρούσα πολιτική αποτελεί, εκ των πραγμάτων, κρατικό παρεμβατισμό προς όφελος συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων με έντονες μακροπρόθεσμες εξωτερικές επιδράσεις που ζημιώνουν το ευρύτερο σύνολο. Η ύπαρξη τέτοιων εξωτερικών επιδράσεων γίνεται αντιληπτή από την αυξανόμενη ανάγκη και χρήση πρακτικών τύπου επιδότησης επιτοκίων/μερικής χρηματοδότησης του κόστους στέγασης καθώς και προώθησης ιδεών τύπου κοινωνικής στέγασης.

Αυτά δυστυχώς απαλύνουν μονάχα τα συμπτώματα χωρίς να αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος. Αποτελεί αντίφαση η μεν χρήση κρατικών εσόδων για επιδότηση του κόστους στέγασης τη στιγμή που το ίδιο το κράτος με την πολιτική του υποθάλπει τις στρεβλώσεις που γεννούν το στεγαστικό ζήτημα και όλα τα συναφή. Η δε αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αντί των αιτιών συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος. Αυτό αποτελεί επακόλουθο του γεγονότος ότι η υφιστάμενη πορεία καθιστά ολοένα και περισσότερους πολίτες εξαρτώμενους σε μορφές κρατικής στήριξης για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Το ζητούμενο είναι ο εξορθολογισμός των συνθηκών που καθιστούν τα υφιστάμενα εισοδήματα ανεπαρκή ένεκα του αυξανόμενου κόστους-όχι η συνεχής και μη βιώσιμη επιδότηση.

Καταληκτικά πρέπει να τονισθεί ότι η κριτική που ασκείται στην υφιστάμενη πολιτική δεν αποσκοπεί στη υπόσκαψη των προσπαθειών προσέλκυσης επενδύσεων. Τουναντίον, αναγνωρίζεται η εξέχουσα προοπτική που δύνανται να έχουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών αλλά παράλληλα τονίζεται η σημασία του είδους επενδύσεων που επιζητούμε. Το είδος των επενδύσεων που μπορούμε να προσελκύσουμε δεν περιορίζεται στην τάξη των επενδύσεων που συνεπάγονται αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις. Υπάρχουν και οι επενδύσεις των θετικών εξωτερικών επιδράσεων, με βιώσιμη προοπτική, για το ευρύ σύνολο επί τη βάσει της χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Τα υπάρχοντα δεδομένα στη Κύπρο μας καλούν επικεντρωθούμε στην προσέλκυση ουσιωδών επενδύσεων που δεν δυσχεραίνουν τη σχέση μισθολογικής πραγματικότητας με το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων. Οτιδήποτε δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία και προωθείται σε μεγάλη κλίμακα, αποτελεί εμπόδιο στην προοπτική του μέσου πολίτη και ιδιαιτέρως της νέας γενιάς να ζήσει και να δημιουργήσει με ευημερία και αξιοπρέπεια.

* Ο Φειδίας Θεοφάνους είναι Guest Teacher Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics and Political Science και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.