You are here

Στρατηγική Προσέλκυσης Επενδύσεων: Ελλείψεις και Κίνδυνοι

21/12/2021

Η νέα στρατηγική προσέλκυσης επιχειρήσεων-επενδύσεων στην Κύπρο χρήζει ιδιαίτερης αξιολόγησης καθώς επιδεικνύει μια αναγκαία πρόθεση διαφοροποίησης του οικονομικού μοντέλου της οικονομίας μας. Το παρόν άρθρο εξετάζει την πιθανότητα μιας ευοίωνης υλοποίησης της προαναφερθείσας πρόθεσης. Ένεκα του ότι στο δημόσιο διάλογο παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αισιοδοξία επί του θέματος, η παρούσα ανάλυση εστιάζεται κυρίως στις ελλείψεις και τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Σημειώνεται πως η προαναφερθείσα εστίαση στα αρνητικά της στρατηγικής ακολουθείται αποσκοπώντας στη συνεισφορά στο δημόσιο διάλογο επί του θέματος με πτυχές που ίσως δεν έτυχαν της δέουσας επισκόπησης.

Η ανάλυση της προοπτικής της εν λόγω στρατηγικής προσέλκυσης επενδύσεων επιτάσσει τη χρήση μιας σειράς κριτηρίων αξιολόγησης. Ενώ η οικονομική θεωρία προσφέρει σωρεία τέτοιων κριτηρίων, στην παρούσα ανάλυση προτάσσονται αυτά που κρίνονται ως αναγκαία συστατικά στοιχεία μιας βιώσιμης προσέγγισης βάσει των αναγκών του λαού μας. Σε βασικό επίπεδο, μια επωφελής επενδυτική στρατηγική εξασφαλίζει θέσεις εργασίας που να ανταποκρίνονται ή/και να επαυξάνουν την παραγωγικότητα του εργατικού μας δυναμικού και ιδιαιτέρως των νέων. Εξίσου σημαντική είναι η εξασφάλιση θέσεων εργασίας με ουσιαστική μισθολογική προοπτική ούτως ώστε να προάγεται η αξιοπρεπής διαβίωση των εργαζομένων. Επιπρόσθετο κριτήριο αποτελεί η ενσωμάτωση των προσελκυσθέντων εταιρειών στην ευρύτερη λειτουργία της οικονομίας. Είναι αναγκαία η αποτροπή μιας οικονομίας δύο ταχυτήτων που να αντιμετωπίζει προνομιακά τις ξένες επενδύσεις. Ομολογουμένως, είναι λεπτή μεν, αλλά απαραίτητη δε η γραμμή μεταξύ προσέλκυσης και δυσμενούς διάκρισης. Αυτά τα κριτήρια αποτελούν μέρος μια θεώρησης που στηρίζει το ότι η οικονομία και η μεγέθυνσή της οφείλουν να υπηρετούν τον πολίτη και όχι το αντίστροφο.

Εξετάζοντας τα κίνητρα επενδύσεων βάσει των προαναφερθέντων, παρατηρείται πως η προσέλκυση επενδύσεων αντιμετωπίζεται ως στόχος αφεαυτής, χωρίς να αναλύονται οι μετέπειτα συνέπειες στην εν λόγω στρατηγική. Ενδεικτικό αυτού αποτελεί το ότι τα βασικά συστατικά στοιχεία της απαρτίζονται από την διαφόρων ειδών διευκόλυνση δραστηριοποίησης εταιρειών στην Κύπρο καθώς και την εξασφάλιση αδειών υπηκόων τρίτων χωρών με υψηλές δεξιότητες που θα εργάζονται στις εν λόγω εταιρείες. Τα κίνητρα ως έχουν επιτρέπουν μια ιδιαίτερη αναλογία μεταξύ υπηκόων τρίτων χωρών και Κυπρίων εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα: «O μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών που μπορούν να απασχοληθούν καθορίζεται στο 70% του συνόλου των εργαζομένων σε περίοδο 5 ετών, από την ημερομηνία ένταξης στο Μηχανισμό Ταχείας Αδειοδότησης. Σε περίπτωση που παρέλθουν τα 5 χρόνια και δεν καταστεί δυνατή η απασχόληση 30% Κυπρίων εργαζομένων, θα επανεξετάζεται κατά περίπτωση».

Εάν η εργοδότηση Κυπρίων σε τέτοιες εταιρείες αποτελεί στόχος, τα εν λόγω ποσοστά χρήζουν αναθεώρησης. Θα μπορούσε για παράδειγμα το κατώτατο όριο απασχόλησης Κυπρίων με υψηλές δεξιότητες να ήταν τουλάχιστον στο 50% με το ίδιο μισθολογικό κριτήριο που τίθεται επί της παρούσης για τους ξένους υπηκόους: Ελάχιστος μεικτός μηνιαίος μισθός ύψους €2500. Εάν η εργοδότηση Κυπρίων εργαζόμενων αποτελεί δευτερεύων στόχος, με την προσέλκυση ξένων υπηκόων υψηλών δεξιοτήτων να φαντάζει ως η πρωτεύουσα επιλογή, τότε η φιλοσοφία που διέπει την ευρύτερη στρατηγική ίσως να χρήζει επανεξέτασης. Υπενθυμίζεται πως το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων έχει αποσυνδεθεί με τη μισθολογική πραγματικότητα όπως έχω επεξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα μου επί του θέματος. Ένεκα του ότι η στρατηγική εστιάζεται επί της ουσίας στην μεταφορά εταιρειών στην Κύπρο με το προσωπικό τους ως έχει εν πολλοίς, η αναλογία εγχώριας-εξωτερικής ζήτησης στην αγορά ακινήτων θα υποστεί περαιτέρω αλλοίωση.

Εάν η στρατηγική προσέλκυσης επιχειρήσεων «επιτύχει» ως έχει, είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί ακόμα περισσότερο η αποσύνδεση μισθών και κόστους στέγασης για τον μέσο πολίτη και ιδιαιτέρως τους νέους. Τίθεται επομένως ένα ουσιαστικό ζήτημα της κατανομής του κόστους και του οφέλους μιας τέτοιας πολιτικής. Αυτό το ζήτημα συνδυάζεται παράλληλα και με ένα προβληματισμό όσον αφορά την υπόσκαψη της ισονομίας που προνοεί η «η διεύρυνση της υφιστάμενης φορολογικής απαλλαγής, ώστε να καλύψει και νέους κάτοικους-εργαζόμενους με αμοιβή από εργοδότηση ύψους €55,500 και άνω με φοροαπαλλαγή ύψους 50%». Η εμπειρία του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος μας υπενθυμίζει τη σημασία της νομότυπης προσέλκυσης επενδύσεων καθώς και τη ζημιά που μπορεί να προκληθεί σε επίπεδο ανισοτήτων εάν δεν διαχέεται το όφελος στην ευρύτερη κοινωνία.

Αυτή η εμπειρία αποτελεί και βασική προειδοποίηση εμπειρικών οικονομολόγων που εξετάζουν το κατά πόσο φορολογικά και άλλα κίνητρα για προσέλκυση επενδύσεων λειτουργούν επωφελώς μακροχρόνια για την ευρύτερη οικονομία. Το σύνηθες φαινόμενο που παρατηρείται με τέτοιου είδους στρατηγικές είναι αφενός, η προσέλκυση επενδύσεων κυρίως λόγω φορολογικών διευκολύνσεων και αφετέρου, η έλλειψη αντικρίσματος από πλευράς παραγωγικότητας ή/και αύξησης μισθών των ντόπιων εργαζομένων. Ο συνδυασμός της προαναφερθείσας έλλειψης μαζί με την αύξηση του κόστους στέγασης/ενοικίασης σε περιοχές εγγύς των προσελκυσθέντων εταιρειών δύναται να ζημιώσει τους ντόπιους. Στο παρόν στάδιο, δεν υπάρχουν οι πρόνοιες και οι δικλείδες στη θεσπισθείσα στρατηγική που να εξασφαλίζουν ότι η Κύπρος θα αποτελέσει την εξαίρεση στον κανόνα.

Συνοπτικά, οι τομείς της Υψηλής Τεχνολογίας, Ναυτιλίας, Καινοτομίας, Έρευνας και Ανάπτυξης, Βιογενετικής και Βιοτεχνολογίας στους οποίους εστιάζει η κυβέρνηση είναι εκ των ων ουκ άνευ για μια ουσιαστική διαφοροποίηση του οικονομικού μοντέλου της οικονομίας μας. Εάν θέλουμε να δώσουμε «τέλος στην οικονομία της αρπαχτής» όπως διαμηνύεται μπορούμε να αξιοποιήσουμε πρόνοιες και δικλείδες που να διασφαλίζουν πέραν της οικονομικής μεγέθυνσης, και τη διάχυση του επενδυτικού οφέλους στους προαναφερθέντες τομείς στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό είναι εφικτό εάν προσαρμόσουμε τα κίνητρα στο βαθμό ενσωμάτωσης των προσελκυσθέντων εταιρειών στην ευρύτερη οικονομία. Μια τέτοια προσαρμογή εξασφαλίζει τα λεγόμενα backward and forward linkages καθώς και θετικά spillover effects που συνδυαστικά αποτελούν αδιαμφισβήτητο κριτήριο μιας επιτυχούς επενδυτικής στρατηγικής. Επιπλέον, η μετάβαση στην «μετά-χρυσών διαβατηρίων εποχή» προϋποθέτει πως οι επενδύσεις που θα υλοποιηθούν στη χώρα μας θα τύχουν των αρμόδιων ελέγχων καθώς ένα επιπλέον πλήγμα σκανδάλων θα ήταν αβάστακτο. Βασικό κομμάτι μιας πλήρους μετάβασης αποτελεί και η επανεξέταση του προγράμματος απόκτησης Μόνιμης Άδειας Παραμονής, καθώς η διασύνδεση του με την αγορά ακινήτων επιτρέπει την παράταση επιβλαβών πρακτικών του πρόσφατου παρελθόντος.

Ο Φειδίας Θεοφάνους είναι Guest Teacher Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics and Political Science και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.