You are here

Άρθρο του Γ.Γ. της ΠΑΣΥΔΥ Στράτη Ματθαίου για την ΑΤΑ

11/01/2023

Όπως είναι γνωστό, ο θεσμός της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής των Μισθών (ΑΤΑ) κληροδοτήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία από την αποικιακή διακυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας και λειτούργησε για δεκαετίες, με ευεργετικές επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία, αφού έχει επενεργήσει καθοριστικά στη διατήρηση και εμπέδωση κλίματος εργασιακής ειρήνης στον τόπο μας.

Αποτελεί γεγονός ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο λίγες είναι οι χώρες που εφαρμόζουν τον θεσμό της ΑΤΑ.  Αξίζει να επισημανθεί ωστόσο, ότι στις χώρες που δεν παραχωρείται η ΑΤΑ, τους τελευταίους μήνες παρατηρούνται απεργίες και εργατικές αναταραχές με κυριότερο αίτημα αυξήσεις στους μισθούς λόγω της ανόδου του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Σε κάποιες από αυτές τις χώρες συμφωνήθηκαν γενικές αυξήσεις ύψους 10% - 20%. Συναφώς αναφέρω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραχωρεί πλήρως την ΑΤΑ για τους δικούς της υπαλλήλους.

Θα πρέπει εκ προοιμίου να τονίσω ότι η ΑΤΑ δεν αποτελεί αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο των απολαβών των εργαζομένων, αλλά στην ουσία συνιστά διορθωτικό μέτρο, με το ποσό που χορηγείται να λειτουργεί ως αντιστάθμισμα, κατά τρόπο που να παραμένει αναλλοίωτη η αγοραστική αξία αυτών των αποδοχών.  Συνεπώς, η ΑΤΑ αποκαθιστά την απώλεια της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων λόγω πληθωρισμού.

Να σημειωθεί ότι ο θεσμός της ΑΤΑ διαχρονικά αντικριζόταν θετικά από όλους τους εκάστοτε Προέδρους της Δημοκρατίας.  Μάλιστα, ο τέως Πρόεδρος, αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος τη χαρακτήριζε ως ευλογία.  Ο θεσμός της ΑΤΑ συνδράμει και στην εργατική ειρήνη, καθώς με την παρουσία του διευκολύνει στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, καθώς οι οποιεσδήποτε πληθωριστικές πιέσεις εξισορροπούνται.

Ιστορικά, η πρώτη διαφοροποίηση στο θεσμό της ΑΤΑ επήλθε μετά από την πρόταση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας μ. Γλαύκου Κληρίδη, που απηύθυνε στους Κοινωνικούς Εταίρους για την ΑΤΑ και την Παραγωγικότητα στις 24.01.1997. Η πρόταση αυτή, αποτέλεσε το αντικείμενο έντονων και πολύχρονων διαβουλεύσεων ανάμεσα στους εμπλεκόμενους και κατέστη δυνατόν να οδηγήσει σε συμφωνία μετά από τρία σχεδόν χρόνια. Οι νέες ρυθμίσεις ωστόσο που συμφωνήθηκαν, δεν επηρέαζαν ούτε την όλη φιλοσοφία του θεσμού, αλλά ούτε και αλλοίωναν την απόδοσή του κατά ουσιαστικό τρόπο.  Και αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω ότι για τη θετική αυτή εξέλιξη η συμβολή και της ΠΑΣΥΔΥ υπήρξε καίρια και σημαντική.

Για την ιστορία θα πρέπει ν’ αναφέρω ότι ο διάλογος για την Παραγωγικότητα που ακολούθησε υπό την αιγίδα του τότε Υπουργού Εργασίας και των Κοινωνικών Εταίρων αφορούσε τέσσερεις πτυχές της:

α)  Τη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας.

β)  Την ποσοτική και ποιοτική αξιοποίηση του χρόνου εργασίας.

γ)  Την εφαρμογή ενθαρρυντικών συστημάτων αμοιβής.

δ)  Την Επαγγελματική Εκπαίδευση/κατάρτιση.

Παρά τη μακρόχρονη διάρκειά του και την εξαγωγή πορισμάτων, ο διάλογος αυτός δεν οδήγησε δυστυχώς σε οποιαδήποτε ουσιαστικά αποτελέσματα στην πράξη.  Αυτό δηλαδή που έχει σαφώς εξαχθεί ως συμπέρασμα είναι ότι οι ισχυρισμοί των Εργοδοτικών Συνδέσμων ότι θα πρέπει να αναζητηθούν άλλες λύσεις που να συνδέονται τυχόν αυξήσεις λόγω πληθωρισμού με την παραγωγικότητα δεν αποβλέπουν σε κανέναν ουσιαστικό σκοπό, αλλά απλώς συνιστούν μεθοδευμένη πολιτική για παραγκωνισμό και εκφυλισμό της όλης φιλοσοφίας που διέπει το θεσμό της ΑΤΑ.

Έκτοτε και μετά την προαναφερόμενη διαφοροποίηση του θεσμού, η ΑΤΑ συνέχισε να εφαρμόζεται απρόσκοπτα μέχρι την οικονομική κρίση του 2011 που οδήγησε την Κύπρο σε μνημονιακή σύμβαση με την Τρόικα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την παγοποίηση και την αναστολή της ΑΤΑ για πεντέμισι σχεδόν χρόνια.

Με την έξοδό μας από το Μνημόνιο τον Μάρτιο του 2016, η Κυβέρνηση μετά από διάλογο με τους Κοινωνικούς Εταίρους προχώρησε στη γνωστή μεταβατική συμφωνία για την ΑΤΑ, για τα έτη 2018, 2019 και 2020, η οποία, με νέα συμφωνία στις 15/12/2020, στο επίπεδο της μ. Υπουργού Εργασίας, επεκτάθηκε για ένα ακόμα έτος.

Όπως ανέφερα στην αρχή, σκοπός της ΑΤΑ είναι η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων ανεξαρτήτως ύψους. Τελευταίως όμως πολύς λόγος γίνεται για δικαιότερη κατανομή της ΑΤΑ. Δεδομένου όμως ότι σκοπός της ΑΤΑ είναι η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, είναι παράλογη και εντελώς αντιεπιστημονική η τυχόν προσπάθεια για εξυπηρέτηση οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Η ΑΤΑ δεν είναι εργαλείο για άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Αντιθέτως, εάν χρησιμοποιηθεί με τους τρόπους που ορισμένοι επιχειρηματολογούν για να την καταστήσουν δικαιότερη, το αποτέλεσμα θα είναι η αλλοίωση των μισθολογικών συσχετισμών και διαφορών και της εν γένει μισθοδοτικής αξιολόγησης των επαγγελμάτων.

Η καταβολή σήμερα της ΑΤΑ στο 50%, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και όπου ασφαλώς εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα, δεν προστατεύει τους εργαζόμενους από την ακρίβεια και τον ψηλό πληθωρισμό. Ως εκ τούτου, είναι εκ των ουκ άνευ επιτακτική η ανάγκη, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, την εποχή της ακρίβειας και του ψηλού πληθωρισμού, αύξησης του ποσοστού απόδοσης της ΑΤΑ από το 50% που βρίσκεται σήμερα μαζί με συμφωνία με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα σταδιακής επαναφοράς του θεσμού. Είναι η πεποίθησή μου ότι αυτό επιβάλλεται μέσα από τη δοσμένη πραγματικότητα, αλλά κυρίως μέσα και από την όλη φιλοσοφία του θεσμού της ΑΤΑ, αλλά και το πνεύμα και το γράμμα της Μεταβατικής Συμφωνίας που συνυπέγραψαν οι Κοινωνικοί Εταίροι με την τέως Υπουργό Εργασίας, αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου.

Προς την κατεύθυνση αυτή ο ρόλος του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, ως θεματοφύλακα του θεσμού, αλλά και ως διαμεσολαβητή και εμπλεκόμενου στην όλη διαδικασία, αφού το κράτος αποτελεί αναντίλεκτα και τον μεγαλύτερο εργοδότη, να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες προς την ορθή κατεύθυνση υποβάλλοντας μεσολαβητική πρόταση, θα είναι και καθοριστικός και καταλυτικός. Αντιθέτως και σε περίπτωση αδιεξόδου, αναπόδραστα οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν με τη διατάραξη της εργασιακής ειρήνης από τις επερχόμενες καθολικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων σε όλο το φάσμα της οικονομίας, θα αποβούν και επαχθείς και επώδυνες, λαμβανόμενης μάλιστα υπόψη και της περιόδου που τα προαναφερόμενα μέτρα θα εκδηλωθούν.

Θέλω καταλήγοντας, να υπογραμμίσω ότι εύχομαι οι φόβοι μου αυτοί να μην επαληθευτούν, τονίζοντας παράλληλα ότι για τις όποιες καθυστερήσεις και τις όποιες παρελκυστικές τακτικές το συνδικαλιστικό κίνημα δεν φέρει καμιά ευθύνη.