You are here

Τέλος στη δίκη και απαλλαγή Ζολώτα και Φόλε

07/08/2019 11:36
Τη διακοπή της δίκης για τους κατηγορούμενους  Μιχάλη Ζολώτα και Μιχάλη Φόλε και την απαλλαγή τους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν στην υπόθεση της Focus, αποφάσισε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, αποδεχόμενο το αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισής τους για την διακοπή της ποινικής τους δίωξης λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

Ο Μιχάλης Ζολώτας αντιμετώπιζε κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα συγκάλυψης, κατά παράβαση του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου (Ν. 188(1)/2007), ενώ ο Μιχάλης Φόλε αντιμετώπιζε κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα συναλλαγών που υποδηλώνουν διαφθορά, δεκασμού δημόσιου λειτουργού, ενεργούς δωροδοκίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του τριμελούς Κακουργιοδικείου, δεν μπορεί να συνεχιστεί η δίκη για τους δύο κατηγορούμενους επειδή άρχισε κατά παράβαση του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας «με την υποχρέωση και τον εξαναγκασμό τους να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου δια των ακυρωθέντων από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενταλμάτων σύλληψής τους».

Το Ανώτατο, υπό πενταμελή σύνθεση,  με ομόφωνη απόφαση του στις 9/7/2019 έκανε αποδεκτή την έφεση που είχαν καταχωρήσει οι δύο κατηγορούμενοι, μέσω των δικηγόρων τους, εκδίδοντας ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώθηκαν τα εντάλματα σύλληψης εναντίον τους. Τα εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας λόγω παράλειψης εμφάνισης τους ενώπιον του σε διαδικασία παραπομπής τους στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.

Το Ανώτατο αποδέχτηκε τη θέση της υπεράσπισης ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα εντάλματα σύλληψης εναντίον τους, αφού η έκδοση τους έγινε κατά παράβαση του άρθρου 4(2) του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, δεδομένου ότι η επίδοση του κατηγορητηρίου προς αυτούς έγινε σε ξένη χώρα, δηλαδή στην Ελλάδα όπου κατοικούν οι κατηγορούμενοι.

Ακολούθως, οι δικηγόροι των κατηγορουμένων καταχώρησαν αίτημα για διακοπή της ποινικής δίωξης εναντίον των πελατών τους, ενώ η Κατηγορούσα Αρχή καταχώρισε γραπτή ένσταση, υποστηρίζοντας ότι οι Κατηγορούμενοι εμποδίζονται να επιδιώκουν τη διακοπή της διαδικασίας, προβάλλοντας μια σειρά από λόγους.

Το Δικαστήριο αφού άκουσε τις θέσεις των δύο πλευρών κλήθηκε να δώσει απάντηση στο ερώτημα «κατά πόσο η παρά τη θέληση των Κατηγορουμένων, προσαγωγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, δυνάμει των ακυρωθέντων ενταλμάτων σύλληψης, αποτελεί τέτοιας μορφής κατάχρηση, ώστε να δικαιολογείται η διακοπή της αρξαμένης ήδη ποινικής διαδικασίας εναντίον τους, με βάση τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας μας…»

«Η απάντηση στο ερώτημα, είναι σαφέστατα καταφατική και οι λόγοι είναι πασιφανείς. Οι Κατηγορούμενοι 2 και 3, ενώ δεν είχαν υποχρέωση να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού το κατηγορητήριο τους επιδόθηκε σε ξένη χώρα (άρθρο 4(2) Ν.23/2001), υποχρεώθηκαν να εμφανιστούν και μάλιστα με την έκδοση εναντίον τους ενταλμάτων σύλληψης. Στερώντας τους δηλαδή το δικαίωμα της ελευθερίας, που προστατεύεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για κλασσική περίπτωση κατάχρησης όπου οι Κατηγορούμενοι δεν θα έπρεπε να είχαν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου», προστίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

«Είναι προφανές», συνεχίζει η απόφαση, «πως χωρίς τη βίαιη προσαγωγή τους, μέσω των ενταλμάτων σύλληψης, δεν θα ήταν δυνατό να αρχίσει η ποινική διαδικασία εναντίον τους. Όπως ορθά υποδείχθηκε από τους συνηγόρους των Κατηγορουμένων 2 και 3, με βάση το άρθρο 37 του Κεφ.155, κάθε ποινική δίωξη αρχίζει με την απαγγελία του κατηγορητηρίου ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, η παρουσία των Κατηγορουμένων 2 και 3 ενώπιον του Δικαστηρίου, επιτεύχθηκε παράνομα, διά της εκδόσεως ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους: α) κατά παράβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ως αποφάσισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και β) κατά παράβαση του δικαιώματος της ελευθερίας τους που προστατεύεται από το Σύνταγμα».

«Συμφωνούμε», σημειώνουν οι τρεις δικαστές, «με την εισήγηση των συνηγόρων των Κατηγορούμενων 2 και 3, ότι οι πιο πάνω παραβιάσεις δεν μπορεί να μην θεραπευθούν και η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις θεραπεία είναι η διακοπή της δίκης, η οποία, επαναλαμβάνουμε, άρχισε με τον εξαναγκασμό τους να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω των παρανόμως εκδοθέντων ενταλμάτων σύλληψης».

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει, περαιτέρω, ότι «είναι, κατά συνέπεια, εμφανής και ο δυσμενής επηρεασμός των Κατηγορουμένων 2 και 3, αφού με τη βίαιη προσαγωγή τους άρχισε και συνεχίζεται η δίκη εναντίον τους, η οποία υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει. Όπως συνέβη και με άλλο συγκατηγορούμενο τους, (ΧΧΧ Μάγειρα) τον οποίο αρνήθηκαν για λόγους ημεδαπού δικαίου να παραδώσουν οι Ελληνικές Αρχές, και η Κατηγορούσα Αρχή υποχρεώθηκε να τερματίσει τη δίωξη εναντίον του».

«Είναι πρόδηλο πως, μέσω αυτής της παρανομίας, η Κατηγορούσα Αρχή απέκτησε πλεονέκτημα εις βάρος των Κατηγορουμένων 2 και 3, αφού εξασφάλισε την παρουσία τους στο Δικαστήριο, πετυχαίνοντας, κατ’ αυτό τον αθέμιτο τρόπο, την έναρξη της δίκης, ενώ υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα ήταν δυνατό να αρχίσει η δίκη σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 2 και 3» προστίθεται.

Καταλήγοντας το δικαστήριο αναφέρει ότι «η συνέχιση της δίωξης των Κατηγορουμένων 2 και 3 συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, που εδράζεται και συναρτάται με την παραβίαση του Συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας των Κατηγορουμένων 2 και 3. Έτσι διατάσσουμε τη διακοπή της δίκης εναντίον τους και την απαλλαγή τους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν».

Αμέσως μετά την ανάγνωση της απόφασής από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου Λεωνίδα Καλογήρου, οι Ζολώτας και Φόλε εξήλθαν της δικαστικής αίθουσας και η διαδικασία συνεχίζεται πλέον για τον πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Χριστόδουλου Χριστοδούλου, την η κόρη του Αθηνά Χριστοδούλου και για τις εταιρείες Α. C. Christodoulou Consultants Ltd, Marfin Invesment Group – MIG (πρώην Marfin Financial Group - MFG) και Focus MaritimeCorp. ως νομικά πρόσωπα.

Κατηγορούμενος στην υπόθεση ήταν και ο Ανδρέας Κιζουρίδης, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση μετά τη διακοπή της ποινικής του δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Η διαδικασία συνεχίζεται στις 2, 3 και 4 Σεπτεμβρίου στις 9 το πρωί.

Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει 24 συνολικά κατηγορίες, σε σχέση με αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού, δωροδοκίας, δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας, κατάχρησης εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.