You are here

Στο Ανώτατο ο Γ. Εισαγγελέας για συνταγματική εκτροπή

06/05/2021 07:12

Την ακύρωση της απόφασης που ενέκρινε η Ολομέλεια της Βουλής στις 22 Απριλίου 2021 σε σχέση με τον χειρισμό του πορίσματος της ερευνητικής επιτροπής για τις πολιτογραφήσεις, ζητά ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, με προσφυγή που κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Με την απόφαση, η Βουλή κάλεσε α) τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, να απέχουν από την αξιολόγηση του ενδιάμεσου και του τελικού πορίσματος της ερευνητικής επιτροπή, καθώς και των δημοσιευθεισών εκθέσεων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, «που παραπέμπουν σε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες, μεταξύ άλλων, και των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου όσον αφορά πολιτογραφήσεις».

Κάλεσε επίσης, β) σε άμεση δημοσιοποίηση του πορίσματος και απηύθυνε κάλεσμα γ) στο Ανώτατο Δικαστήριο, να ενεργήσει αυτεπάγγελτα κατά την προβλεπόμενη συνταγματικά διαδικασία, σε περίπτωση άρνησης ή/και παράλειψης των δύο αξιωματούχων να ενεργήσουν σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας που αρμόζουν στο αξίωμα της θέσης τους.

Με βάση το έγγραφο της προσφυγής, ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά όπως δηλωθεί ότι είναι άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος η απόφαση που έλαβε η Βουλή διότι, όπως αναφέρει, «η απόφαση αυτή λήφθηκε χωρίς εξουσία ή/και αρμοδιότητα ή/και κατά παράβαση άρθρων του Συντάγματος (άρθρα 30,35,61,78,112,113,114 και 179).

Γίνεται επίσης, αναφορά σε παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών που απορρέει από το Σύνταγμα ή/και του άρθρου 7 του περί ερευνητικών επιτροπών νόμου, με βάση το οποίο ερευνητική επιτροπή μπορεί να δημοσιοποιεί το πλήρες κείμενο της έκθεσης ή μέρος αυτής, σε περίπτωση που σε συνεννόηση με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διαπιστώνει ότι τίθεται σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια του κράτους.

Επιπρόσθετα, ο κ. Σαββίδης αναφέρεται σε παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως του κανονισμού για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας. Ανάμεσα σε άλλα, αναφέρεται σε παράβαση του ευρωπαϊκού κανονισμού για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Παρέμβαση σε αρμοδιότητες και εξουσίες

Ειδικότερα, στην προσφυγή γίνεται αναφορά σε ασυμβατότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με το Σύνταγμα.

Σημειώνεται πως ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας σύμφωνα με τα άρθρα 112 - 114 του Συντάγματος, είναι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι οι οποίοι δεν υπόκεινται σε έλεγχο άλλης εξουσίας, όπως η δικαστική, η εκτελεστική ή η νομοθετική.

«(…) η Βουλή των  Αντιπροσώπων στερείται εξουσίας να παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο τις ή αμφότεροι εκ των δύο αξιωματούχων της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, χειρίζονται ποινική δίωξη ή/και την προκαταρκτική αυτής ποινική ή άλλη έρευνα (…)», σημειώνεται στην αιτιολόγηση της προσφυγής.

Ως εκ τούτου, αναφέρεται πως οι παράγραφοι α και β της απόφασης είναι αντισυνταγματικές, καθότι ψηφίστηκαν καθ’ υπέρβαση της εξουσίας της Βουλής, καταστρατηγώντας την ανεξαρτησία της Νομικής Υπηρεσίας και την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία που χορηγείται άμεσα στον Γενικό Εισαγγελέα και έμμεσα στο Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.

Η παράβαση όπως αναφέρεται, συνίσταται στο ότι η Βουλή αντισυνταγματικά επενέβηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, με το να απαιτεί από αυτούς να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή /και να απέχουν από άλλες, όσον αφορά την έρευνα για τη διάπραξη ενδεχόμενων ποινικών αδικημάτων.

Κάλεσμα σε παρανομία και συνταγματική εκτροπή

Σε ότι αφορά την παράγραφο β και το κάλεσμα για δημοσιοποίηση του πορίσματος, σημειώνεται πως η εν λόγω παράγραφος ζητά από το Γενικό Εισαγγελέα και την Ερευνητική Επιτροπή να παρανομήσουν, παραβαίνοντας το άρθρο 30 του Συντάγματος που διασφαλίζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη καλύπτοντας και το προκαταρκτικό της ποινικής δίωξης στάδιο, που παραβαίνεται από τη δημοσιοποίηση στοιχείων που επηρεάζουν αρνητικά τον κατηγορούμενο.

Σε σχέση με την παράγραφο γ και το κάλεσμα για αυτεπάγγελτη παρέμβαση του Ανωτάτου, αναφέρεται πως «παραβαίνει την αρχή της διάκρισης εξουσιών υπό την έννοια ότι θίγει το ανεξάρτητο της Δικαστικής Εξουσίας, αφού η τελευταία δεν υπόκειται σε οδηγίες από τη νομοθετική εξουσία».

Γίνεται μάλιστα λόγος για προτροπή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε συνταγματική εκτροπή, αφού το Σύνταγμα δεν παρέχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενέργειας προς έλεγχο των δύο αξιωματούχων. Σημειώνεται ακόμα, πως η παράγραφος γ βρίθει αντιφάσεων αφού «καλείται» το Ανώτατο Δικαστήριο να λειτουργήσει «αυτεπάγγελτα».

Στην αιτιολόγηση γίνεται λόγος για ασυμβατότητα της απόφασης και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την απαίτηση για άμεση δημοσιοποίηση του πορίσματος, δηλαδή αυτούσιου και χωρίς επεξεργασία. Σημειώνεται μεταξύ άλλων, ότι η παράγραφος παραβαίνει το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που προστατεύει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και πως η παράγραφος απαιτεί από το Γενικό Εισαγγελέα και την Ερευνητική Επιτροπή να παρανομήσουν.

Ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει πως η απόφαση συνιστά σύγκρουση εξουσίας αφού, όπως αναφέρεται, δεν σέβεται τη διακριτική ευχέρια/εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα, να καθορίσει τις εξουσίες της Ερευνητικής Επιτροπής που διόρισε.

Της Μαρίας Χαμπή