You are here

Ελληνική: Στο επίκεντρο κατανάλωση και ανάπτυξη

11/06/2021 12:50

Τα κρίσιμα ζητήματα για την οικονομία εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού σκιαγραφεί σε ανάλυση της η Ελληνική Τράπεζα εκτιμώντας ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 4% το 2021 και στο 4,2% το 2022.

Σύμφωνα με ανάλυση της Υπηρεσίας Οικονομικών Ερευνών της τράπεζας, προκύπτουν δύο κρίσιμα ζητήματα καθώς η κυπριακή οικονομία ανοίγει ξανά.

Το πρώτο ερώτημα είναι εάν θα μειωθεί η κατανάλωση αγαθών, όταν οι τομείς των υπηρεσιών ανοίγουν και αρχίζουν να ανακάμπτουν.

Επισημαίνεται ότι οι τομείς των υπηρεσιών - ιδίως η φιλοξενία και η αναψυχή - θα πρέπει να ωφελούνται περισσότερο, αλλά η πενιχρή ζήτηση και η ισχυρή αγοραστική δύναμη πιθανότατα θα υποστηρίξουν τις συνεχιζόμενες αυξήσεις στην κατανάλωση αγαθών. 

«Η εμπιστοσύνη έχει αυξηθεί και δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε υψηλές αποταμιεύσεις. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την περίοδο μετά την κρίση του 2013, όταν η εμπιστοσύνη μειώθηκε. Ο τομέας της στέγασης θα συνεχίσει να υποστηρίζει ισχυρές δαπάνες για διαρκή αγαθά. Η δυναμική των πωλήσεων των μηχανοκίνητων οχημάτων έχει ξεκινήσει και θα αυξηθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2021», τονίζεται. 

Προσδοκίες για ισχυρή ανάπτυξη μέχρι το 2022

Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν μετά το άνοιγμα της οικονομίας, η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή ή θα σταματήσει γρήγορα.

Με βάση τα άνευ προηγουμένου μεγέθη νομισματικών και φορολογικών κινήτρων και την υγεία των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών τομέων, αναμένεται συνεχής ισχυρή ανάπτυξη έως το 2022. 

«Προβλέπουμε αύξηση 4% του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 ακολουθούμενη από αύξηση 4,2% το 2022. Αυτό σημαίνει περισσότερη αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, αλλά και αυξανόμενες πιέσεις πληθωρισμού», επισημαίνεται.

Προστίθεται ότι η πανδημία και το κλείσιμο της κυβέρνησης διέφεραν σημαντικά από την ύφεση κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2013 και οι τρέχουσες συνθήκες είναι επίσης πολύ διαφορετικές και υποστηρίζουν μια ισχυρότερη ανάκαμψη. 

Στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η κυπριακή οικονομία αναμένεται να δει συνεχή ανάπτυξη, που ενισχύεται σε σημαντικό βαθμό από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ. 

Η βάση των προβλέψεων

Οι αισιόδοξες προβλέψεις της τράπεζας στηρίζονται σε τρεις βασικές παραδοχές σχετικά με την πανδημία οι οποίες είναι η εξής:

  1. Οι περιορισμοί θα χαλαρώσουν πριν από το τέλος του 2ου τριμήνου
  2. Θα έχουμε τουλάχιστον μισή καλοκαιρινή σεζόν το 2021
  3. Οι νέες παραλλαγές ιών δεν θα απαιτήσουν νέα εκτεταμένα lock downs αυτό το φθινόπωρο

«Μέχρι στιγμής, φαίνεται να είμαστε σε καλό δρόμο για να ανταποκριθούμε στις δύο πρώτες υποθέσεις. Φυσικά, είναι πιθανές οι αποτυχίες. Η πρόσφατη αύξηση των λοιμώξεων σε μεγάλες αναδυόμενες αγορές, ιδίως στην Ινδία, αυξάνει τον κίνδυνο οι νέες μεταλλάξεις ιών να καταστήσουν τελικά τα εμβόλια λιγότερο αποτελεσματικά», τονίζεται.

Προστίθεται ότι σε αντίθεση με την περίοδο κρίσης μετά το 2013 (περικοπές μισθών και συντάξεων για υπαλλήλους του δημόσιου και τραπεζικού τομέα), το διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί, οι ισολογισμοί των νοικοκυριών είναι σε σχετικά καλή κατάσταση με υψηλές αποταμιεύσεις, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλότερο και η εμπιστοσύνη αυξάνεται.

Ακόμη, οι τράπεζες είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, έχουν καλή κεφαλαιοποίηση και επιθυμούν να δανείσουν (ο δείκτης κεφαλαίου Tier 1 του τραπεζικού τομέα ήταν 6,3% στο τέλος του 2012 έναντι 18% τον Μάρτιο του 2020).

Προοπτικές αγοράς ακινήτων

Αναφορικά με τις προοπτικές της αγοράς κατοικιών, αναφέρεται ότι οι πωλήσεις ακινήτων που απευθύνονται σε τοπικούς αγοραστές παρέμειναν σταθερές το 2020, ενώ παρατηρήθηκε απότομη μείωση για τα ακίνητα που απευθύνονται σε αλλοδαπούς ως αποτέλεσμα των ταξιδιωτικών περιορισμών. 

Κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μηνών του 2021, οι πωλήσεις ακινήτων σε ντόπιους αυξήθηκαν σε ετήσια βάση 64% σε χαμηλή βάση.

Σύμφωνα με την Ελληνική, στο μέλλον, η ζήτηση θα συνεχίσει να υπάρχει για ακίνητα που απευθύνονται σε τοπικούς αγοραστές.

Παρά τη δημοσιονομική στήριξη που διατήρησε την απασχόληση, μαζί με το σχέδιο επιδοτήσεων στέγασης, άλλοι παράγοντες υποστηρίζουν επίσης την αγορά κατοικιών. 

«Η έρευνά μας δείχνει ότι οι τιμές των κατοικιών της Κύπρου, μακροπρόθεσμα, καθορίζονται από την ικανότητα δανεισμού, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από το εισόδημα, τους όρους στεγαστικού δανεισμού και τη φορολογία», σημειώνεται.

«Από όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τη δανειακή ικανότητα, ο πιο σημαντικός είναι το εισόδημα που δεν βλέπουμε να επηρεάζεται σημαντικά από την κρίση». Επίσης, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στις πιστωτικές συνθήκες.

«Καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στοχεύει να υποστηρίξει το δανεισμό και να διατηρήσει τα επιτόκια της αγοράς χαμηλά, πιστεύουμε ότι αυτά τα μέτρα θα διατηρήσουν το επιτόκιο των κρατικών ομολόγων χαμηλά. Αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια στεγαστικών δανείων θα παραμείνουν επίσης σχετικά χαμηλά», σημειώνεται. 

Όσον αφορά τη μελλοντική φορολογία, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές βραχυπρόθεσμα. Ένας άλλος παράγοντας που αναμένεται να υποστηρίξει τις τιμές των ακινήτων είναι οι προσδοκίες των αγοραστών και το τρέχον επίπεδο των τιμών των κατοικιών και των τιμών ενοικίασης.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2013, οι τιμές των κατοικιών στην Κύπρο παρουσίασαν διόρθωση περίπου 30%. Τα επόμενα χρόνια, όπως παρατηρείται, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μόνο συγκρατημένα και δεν καθοδηγούνταν από κερδοσκοπική συμπεριφορά ούτε θεωρήθηκαν υπερτιμημένες ή διογκωμένες για την επιδημία της πανδημίας να προκαλέσει πτώση της αγοράς. 

«Εκτός από αυτούς τους μακροπρόθεσμους καθοριστικούς παράγοντες, πιστεύουμε ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν επί του παρόντος τις τιμές των σπιτιών, όπως η απόδοση εναλλακτικών επενδύσεων. Εάν οι αποδόσεις ομολόγων είναι χαμηλές ή / και οι αγορές μετοχών θεωρούνται πολύ επικίνδυνες, οι επενδυτές προσελκύονται από ακίνητα. Αυτό το είδαμε σίγουρα τα τελευταία χρόνια και αναμένουμε αυτό το φαινόμενο να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια», σημειώνεται.

Πληθωρισμός

Αναφέρεται παράλληλα, ότι ο πληθωρισμός, όπως μετράται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), έγινε αρνητικός φθάνοντας -1,1% το 2020 από 0,5% το 2019 λόγω των εξελίξεων στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, με σημαντικό αντίκτυπο στις εγχώριες τιμές των ενεργειακών προϊόντων.

Ο πληθωρισμός αυξάνεται τώρα, ενισχυμένος από τη βασική προσαρμογή καθώς οι μηνιαίες μειώσεις τον Μάρτιο-Μάιο 2020 αντικαθίστανται με μηνιαίες αυξήσεις το 2021.

«Ορισμένες από αυτές πιθανότατα θα εξαφανιστούν. Ταυτόχρονα, υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να δημιουργήσουν μια αυξανόμενη τάση στον πληθωρισμό, αν και με πολύ σταδιακό ρυθμό σε σύγκριση με τις ΗΠΑ που βιώνει ένα άνευ προηγουμένου δημοσιονομικό κίνητρο από την κυβέρνηση Μπάιντεν», προστίθεται.

«Ωστόσο, εάν η συγκεντρωτική ζήτηση παραμένει ισχυρή, όπως προβλέπουμε, η συνεχιζόμενη υπερβολική ζήτηση σε σχέση με την παραγωγική ικανότητα θα δημιουργήσει ανοδική τάση στον πληθωρισμό. Οι πληθωριστικές προσδοκίες, οι οποίες έχουν αυξηθεί μετρίως, ενδέχεται να αυξηθούν περαιτέρω, και υπάρχει εξωτερικός κίνδυνος οι υψηλότερες πληθωριστικές προσδοκίες να ενσωματωθούν και να ωθήσουν τον πληθωρισμό υψηλότερα», τονίζεται.

Από τον Μάρτιο του 2020 η Υπηρεσία Οικονομικών Ερευνών της Ελληνικής προέβλεψε συρρίκνωση της οικονομίας κατά 5% το 2020 σε αντίθεση με τις προσδοκίες για συρρίκνωση μεταξύ -7,5% και -14%. 

Της Γεωργίας Χαννή