You are here

ΕΚΤ: Έτοιμη να διατηρήσει χρηματοπιστωτική σταθερότητα

16/03/2023 18:13

Την ετοιμότητα της ΕΚΤ να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ευρωζώνη, εξέφρασε η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε διάσκεψη Τύπου που ακολούθησε την απόφαση του σώματος να αυξήσει περαιτέρω τρία βασικά επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης την Πέμπτη.

«Παρακολουθούμε στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα στο πλαίσιο της εντολής μας για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας και να διατηρήσουμε την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής», ανέφερε.

Σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει «πολύ ψηλός για πολύ μεγάλο διάστημα». Γι’ αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, «για να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%».

Το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας, επισήμανε η κ. Λαγκάρντ, εντείνει τη σημασία μίας προσέγγισης βασισμένης στα δεδομένα όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων για την επιτοκιακή πολιτική, η οποία θα καθοριστεί από την εκτίμηση για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό εν όψει των νέων χρηματοοικονομικών στοιχείων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Τόνισε ότι ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. «Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη μας είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ εάν χρειαστεί και να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», υπογράμμισε.

Σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ οριστικοποιήθηκαν στις αρχές Μαρτίου πριν από την πρόσφατη εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ως εκ τούτου, αυτές οι εντάσεις συνεπάγονται πρόσθετη αβεβαιότητα γύρω από τις βασικές εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Πριν από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις, η βασική πορεία για τον πληθωρισμό είχε ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, κυρίως λόγω της μικρότερης συμβολής των τιμών της ενέργειας από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Η ΕΚΤ προβλέπει τώρα πληθωρισμό κατά μέσο όρο στο 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025.

Την ίδια στιγμή, σημειώνει ότι οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και η ΕΚΤ, αναμένει ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,6% το 2023, υψηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, προβλέπεται να μειωθεί στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από προηγούμενες κρίσεις προσφοράς και το άνοιγμα της οικονομίας εξασθενούν και καθώς η αυστηρότερη νομισματική πολιτική μειώνει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.

Ταυτόχρονα, οι βασικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί μέχρι και κατά μέσο όρο 1% ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας. Στη συνέχεια, η ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Σημειώνεται ότι η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο ιστορικό χαμηλό του 6,6% τον Ιανουάριο του 2023.

«Η οικονομία της ζώνης του ευρώ παρέμεινε στάσιμη το τέταρτο τρίμηνο του 2022, αποφεύγοντας έτσι την προηγουμένως αναμενόμενη συρρίκνωση. Ωστόσο, η ιδιωτική εγχώρια ζήτηση μειώθηκε απότομα. Ο υψηλός πληθωρισμός, η αβεβαιότητα και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης επηρέασαν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν κατά 0,9% και 3,6% αντίστοιχα», ανέφερε η κ. Λαγκάρντ.

«Η οικονομία φαίνεται ότι θα ανακάμψει τα επόμενα τρίμηνα. Η βιομηχανική παραγωγή προβλέπεται να ανακάμψει καθώς οι συνθήκες προσφοράς βελτιώνονται περαιτέρω, η εμπιστοσύνη συνεχίζει να ανακάμπτει και οι εταιρείες καλύπτουν μεγάλες εκκρεμότητες παραγγελιών. Η αύξηση των μισθών και η πτώση των τιμών της ενέργειας θα αντισταθμίσουν, εν μέρει την απώλεια αγοραστικής δύναμης που βιώνουν πολλά νοικοκυριά, ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού. Αυτό, με τη σειρά του, θα στηρίξει τις καταναλωτικές δαπάνες», πρόσθεσε.

Τα μέτρα κρατικής στήριξης στις τιμές της ενέργειας να αρχίσουν να αίρονται

Τα μέτρα κρατικής στήριξης για την προστασία της οικονομίας από τον αντίκτυπο των υψηλών τιμών της ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και προσαρμοσμένα στη διατήρηση των κινήτρων για κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, σημείωσε η Πρόεδρος της ΕΚΤ, ενώ τόνισε ότι, καθώς οι τιμές της ενέργειας πέφτουν και οι κίνδυνοι γύρω από τον ενεργειακό εφοδιασμό υποχωρούν, είναι σημαντικό να αρχίσει η άρση αυτών των μέτρων έγκαιρα και με συντονισμένο τρόπο, καθώς είναι πιθανό να αυξήσουν τις μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που θα απαιτούσε μια ισχυρότερη απάντηση στη νομισματική πολιτική.

Τέλος, η κ. Λαγκάρντ σημείωσε ότι οι αυξημένες εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να μειώσουν περεταίρω την εμπιστοσύνη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό αρνητικό κίνδυνο για την οικονομία, ανέφερε και θα μπορούσε και πάλι να αυξήσει το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων. Θα μπορούσε επίσης, να υπάρξει πρόσθετη επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ, εάν η παγκόσμια οικονομία αποδυναμωθεί πιο έντονα από το αναμενόμενο. Ωστόσο, σημείωσε, οι εταιρείες θα μπορούσαν να προσαρμοστούν ταχύτερα στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον και μαζί με την εξασθένιση του ενεργειακού σοκ, αυτό θα μπορούσε να υποστηρίξει υψηλότερη ανάπτυξη από την αναμενόμενη επί του παρόντος.